Ποια είναι η «Νόννα»; Γραμμένη στα χρόνια της αιματηρής χούντας
του στρατηγού Βιντέλα, η ομώνυμη αλληγορική μαύρη κωμωδία του Ιταλοαργεντινού Ρομπέρτο Κόσσα μάς αφηγείται την ιστορία μιας μέσης οικογένειας του Μπουένος Άιρες, που έχει την ατυχία να διαθέτει μια... αδηφάγο τρομερή, τερατική γιαγιά (τη «Νόννα»), η οποία «ρουφάει» με ακόρεστη βουλιμία το βιός αλλά και κάθε ίχνος ανθρωπιάς της φαμίλιας αφαιρώντας όλα τα προσχήματα, για να μεταβάλει σιγά - σιγά τους ανθρώπους της σε ομοούσια τέρατα!
Το έργο έγινε μεγάλη διεθνής επιτυχία και στην Ελλάδα παίχτηκε για τρία χρόνια από τον Δημήτρη Πιατά και τους συνεργάτες του το 1998 - 2001. Το επαναφέρει εφέτος ο ίδιος σε ανανεωμένη εκδοχή και φαίνεται ότι η «Νόννα» βρίσκει σήμερα τη σωστή της ώρα, μέσα στην καρδιά της πολύπλευρης κρίσης, που δεν είναι μόνο οικονομική.
Ποια είναι εν τέλει η «Νόννα», που μας απογυμνώνει από προσχήματα και μας αφήνει μόνους με τον εαυτό μας; Είναι, με λίγα λόγια, ο δικός μας, αδηφάγος εσωτερικός καρκίνος που μιμείται την εξωτερική μορφή του «συστήματος» εξουσίας που μας επέβαλαν, αλλά το συντηρούμε οι ίδιοι με τις επιλογές και με την ψήφο μας, γιγαντώνεται χωρίς να αντιδρούμε και μας «τρώει» δίχως να νοιάζεται αν θα πεθάνει μαζί μας! Είναι, ακόμη, αν θέλουμε να δούμε το πράγμα κάτω από τη σκοπιά της ομαδικής ψυχανάλυσης... η παθολογική μας εμμονή στους ακατάλυτους, σιδηροπαγείς «δεσμούς αίματος» και σε όλα όσα μας καθηλώνουν ως κοινωνία στο στάδιο ενός παντοδύναμου απαιτητικού, βουλιμικού, πρόωρα γερασμένου βρέφους, το οποίο γνωρίζει μία και μόνο λέξη: «μαμ!» Η «Νόννα», δυστυχώς, είμαστε εμείς!
Η παράσταση στο Θέατρο «Ακάδημος», σε ωραία μετάφραση - διασκευή της Ελένης Μπογιατζίδου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Πιατά, είναι, κυριολεκτικά, έξοχη. (Βοηθός σκηνοθέτη η Μαρία Κυριάκη, στην οποία οφείλεται και μια πολύ χρήσιμη, εμπεριστατωμένη εισαγωγή που περιλαμβάνεται στο έντυπο πρόγραμμα).
Μια μεγάλη, πλήρης παραγωγή χωρίς εκπτώσεις και φθήνιες, που σέβεται τον εαυτό της και το κοινό, προσεγμένη σε όλες τις λεπτομέρειες. «Λαϊκή», καθόλου διανοούμενη, «μπρεχτική» χωρίς να το διακηρύσσει, επίφοβη και διασκεδαστική, βγάζει πίσω από το γέλιο τη σοβαρότητα και διασώζει ακέραιο το πολιτικό της μήνυμα. Κάνει τον θεατή να σκέπτεται, κάτι εξαιρετικά πολύτιμο στους σκοτεινούς, «σακάτικους» και άσκεπτους καιρούς μας.
Τα σκηνικά - κοστούμια (Γιώργος Γαβαλάς) είναι, επί τέλους, αμιγώς θεατρικά. Το ίδιο μπορώ να πω για τη μουσική του Ηρακλή Βαβάτσικου, εκτελεσμένη ωραία, ζωντανά από τον ίδιο, για την επαγγελματική χορογραφία του Φωκά Ευαγγελινού και για τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη. (Επεξεργασία οπτικού υλικού, του Μάνου Αρβανιτάκη).
Ο Δημήτρης Πιατάς... είναι μια αχτύπητη τραγικωμική «Νόννα», ένα «τέρας για να φοβηθείς και για να γελάσεις», αυτό αρκεί. Ο Πάνος Σκουρολιάκος (Καρμέλο) ένας σοβαρός και λυπημένος κλόουν, η Λουκία Πιστιόλα (Μαρία) εκπέμπει το οικείο της υποκριτικό σήμα μιας ακούραστης, ουσιαστικής, αθόρυβης κεντήστρας ρόλων. Ο Κλέων Γρηγοριάδης (Τσίτσο) είναι πάντα στο κέντρο και ο Κώστας Φλωκατούλας χτίζει με ανθρώπινα υλικά τον δίβουλο Δον Φρανσίσκο. Η Μαρία Κυριάκη (Άνιουλα) είναι καλή και στέρεη. Η Χρύσα Βεντούρη (Μάρτα) δίνει ικανά τεκμήρια ενός ταλέντου εν εκκολάψει.