Ας ξεχάσουμε τη βασιλική και θεία φύση της ευριπίδειας Μήδειας. Η Μήδεια της Ντέα Λόερ στο «Manhattan Medea», που παρουσιάζεται στο Από Μηχανής Θέατρο, με μια συνταρακτική εσωτερικά –σχεδόν αθόρυβα- δονούμενη αν και απολύτως στατική Ιωάννα Παππά, είναι μια σύγχρονη λαθρομετανάστρια που έχει αφήσει πίσω της μια Ευρώπη στάχτες.
Τη συναντάμε να ζει σαν αρουραίος σε φτηνά μοτέλ της China Town καπνίζοντας μαριχουάνα. Ενίοτε για τον επιούσιο εκπορνεύεται. Δεν χρειάζεται να επιστρατεύσεις ιδιαίτερη φαντασία. Η νοσηρή πραγματικότητα μεταγράφει σχεδόν δια της αυτόματης γραφής τον μύθο και τον προσγειώνει στη σύγχρονη σκηνή εκκωφαντικά ζωντανό, μεταλλικά αιχμηρό.
Η στατική –σημείο στο οποίο μπορούν να εγερθούν ενστάσεις-, σκοτεινή, σχεδόν υπνωτιστική παράσταση της Έφης Θεοδώρου στο Από Μηχανής Θέατρο, εκτυλίσσεται γύρω από ένα μπαρ και βρίσκεται σε διαρκή συνομιλία με το ασπρόμαυρο σύμπαν του Μπέλα Ταρ. Η προβολή του «Καθαρτηρίου» του Ούγγρου ποιητή του σελιλόιντ με τη βροχερή σκηνή έξω από το titanic bar, όπου αδέσποτα σκυλιά τρέχουν, δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον, τον ψυχρό, μελαγχολικό, πεισιθανάτιο φυσικό χώρο της αποδιοπομπαίας σύγχρονης Μήδειας της Λόερ που απειλείται με απέλαση.
Μέσα σε αυτό στέκεται επίσης σαν αδέσποτο, αλλά με μια αταίριαστη για την κοινωνική θέση της αυτοπεποίθηση και δύναμη η τραγική ηρωίδα . Κατασκοπεύοντας έξω από την οικία του πλούσιου Κρέοντα, ενώ ετοιμάζει τους γάμους της νεότατης θυγατέρα του Κλερ με τον άνδρα που την πρόδωσε ,τον Ιάσονα –ο τελευταίος, περσόνα κυριολεκτικά πέραν του καλού και του κακού, είναι πιο σύνθετος και ενδιαφέρων από τον αντιήρωα του Ευριπίδη .
Τρεις ρόλοι, ο Κρέων (αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, θύμα εργατικού ατυχήματος), ο θυρωρός του (ερασιτέχνης ζωγράφος) και μια αλλόκοτη τραβεστί ενσαρκώνονται από τον Παντελή Δεντάκη υποδειγματικά, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται, αντί του Ιάσονα, στον δεύτερο πόλο της παράστασης δίπλα στην Ιωάννα Παππά, η οποία πραγματοποιεί την πιο εσωστρεφή και καλοχτισμένα αινιγματική ερμηνεία της. Η γοητευτική σκηνικά παρουσία του Ιάσονα Ανδρέα Κοντόπουλου, ναι μεν επιτυγχάνει να κινηθεί σε μια μετέωρη δισημία, αλλά δύσκολα αγγίζει την απαστράπτουσα και εσωτερικά φλεγόμενη ρωμαλέα Μήδεια. Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα.
Το θεατρικό έργο, ένα μίγμα του αρχετυπικού μύθου με τη σκληρή σύγχρονη συγκυρία της μετανάστευσης των νεόπτωχων και της οικολογικής καταστροφής (δεν χρειάζεται δηλητήριο η Μήδεια, παρά μόνο το οξύ του ποταμού που διατρέχει τη Νέα Υόρκη), εμβολισμένο από τους ποιητικούς εσωτερικούς μονολόγους της Μήδειας-που θυμίζουν μια λιγότερο οργισμένη Σάρα Κέιν-γράφτηκε στον απόηχο του πολέμου της πρώην Γιουγκοσλαβία, το 1999.
Μοιάζει η Γερμανίδα δραματουργός να προέβλεψε τα ευρωπαϊκά θρύψαλα του μέλλοντος. Η Θεοδώρου, πιστή στο πολιτικό θέατρο (μην ξεχνάμε, ότι μόλις κατέβηκε το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού σε μια παράσταση ορόσημο για το πολιτικό θέατρο στην Ελλάδα) δεν την πρόδωσε.