Συγκεντρωμένοι στο φουαγιέ του Τσίλλερ, αυτή την φορά δεν κατευθυνθήκαμε προς τις συνήθεις εισόδους για την Κεντρική Σκηνή. Άλλωστε, προορισμός μας δεν ήταν τα βελούδινα καθίσματα της πλατείας, αλλά η ίδια η σκηνή. Εκεί πάνω τοποθετείται ολόκληρη η παράσταση των «Θεατών», του Μάριου Ποντίκα, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Τρεις διατάξεις καθισμάτων κυκλώνουν τη σιδερένια κατασκευή- σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που αναπαριστά τα δύο διπλανά δωμάτια. Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, οι ταξιθέτες μας προτρέπουν να αφαιρέσουμε ό,τι μπορεί να μας εμποδίζει ώστε να παρακολουθούμε απρόσκοπτα την δράση εντός. Όσα σημαιάκια εμποδίζουν αφαιρούνται. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Μάριος Ποντίκας, καθισμένος σε μια από τις θέσεις της πρώτης σειράς, παροτρύνει τους διστακτικούς θεατές να το κάνουν και δείχνει να απολαμβάνει την διαδικασία μιας και δεν πρόκειται για ένα εύρημα άσχετο με το θέμα του έργου του. Σε λίγη ώρα, μπροστά στα μάτια μας, θα ξετυλιχτούν δύο ιστορίες. Στο ένα δωμάτιο η σύζυγος (Στεφανία Γουλιώτη) πρόκειται να σκοτώσει τον άντρα της, έναν ανάπηρο πρώην ταγματασφαλίτη έπειτα από δική του προτροπή για να γλιτώσει από το δράμα του και στην συνέχεια να αυτοκτονήσει, μην αντέχοντας άλλο τις δυσκολίες της ζωής τους. Στο διπλανό δωμάτιο, ο ένοικος (Νίκος Ψαρράς) παρακολουθεί από μια τρύπα τα όσα συμβαίνουν χωρίς την παραμικρή αντίδραση, παραμένοντας αμέτοχος, «θεατής». «Τι θα γινόταν αν στο διπλανό δωμάτιο κάποιος άλλος με έβλεπε;» θα αναρωτηθεί στη σύντροφό του (Άλκηστις Πουλοπούλου) κλείνοντας το μάτι στο κοινό της παράστασης; Η μια εύστοχη μεταφορά οδηγεί στην άλλη. Το έργο του Μάριου Ποντίκα «λάμπει» στα χέρια της Κατερίνας Ευαγγελάτου και των καλών ηθοποιών που το υπηρετούν με αφοσίωση, αποδεικνύοντας τη διαχρονική του αξία, τη μεγάλη του ισχύ και δύναμη, μέχρι και σήμερα. Και καταφέρνει, βεβαίως, με τον πιο αμείλικτο τρόπο να απευθυνθεί στους θεατές της παράστασης, στο ίδιο το κοινό. Να καταδείξει την παθητικότητα, την αδιαφορία μας και την «απολιτίκ» στάση μας απέναντι σε καθετί ως την κύρια πηγή των προβλημάτων μας τόσο σε ανθρώπινο υπαρξιακό επίπεδο, όσο και σε συλλογικό. Το καλογραμμένο έργο πέρα από αυτή την βασική αρετή, διαθέτει και άλλες. Σασπένς, γρήγορη πλοκή, εξαιρετικά καλά σκιαγραφημένους χαρακτήρες τους οποίους οι ηθοποιοί της παράστασης καταφέρνουν να ζωντανέψουν με μεγάλη επιτυχία. Η απελπισία είναι σφυρηλατημένη στη ματιά, στη μορφή, στην στάση, την κίνηση και στον τρόπο που «βγαίνει» η φωνή της Στεφανίας Γουλιώτη, η οποία εδώ καταθέτει ακόμη μια δουλεμένη και ολοκληρωμένη ερμηνεία. Εξαιρετικός στον δύσκολο ρόλο του θεατή του διπλανού δωματίου και ο Νίκος Ψαρράς. Ενδιαφέρουσα και η ερμηνεία που έπλασε ο Νικόλας Παπαγιάννης. Πιο αδύναμη εκείνη της Άλκηστις Πουλοπούλου. Ενώ και η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου παίζει το δικό της ρόλο, στην δημιουργία ατμόσφαιρας σε αυτήν την ιδιαίτερη παράσταση.