Στις μέρες της ολόπλευρης κρίσης
που περνάμε, η κοινωνία μας έχει ανάγκη από ήρωες, και ας λέει το αντίθετο ο Μπρεχτ. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης είναι ένα όνομα - σύμβολο της αντίστασης κατά της χούντας, με το επιπρόσθετο στοιχείο ότι πέθανε νέος, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1975, σε ένα παράξενο «τροχαίο» στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, καταδιωκόμενος από μια μυστηριώδη κόκκινη «τζάγκουαρ» με αρχικά πινακίδων «Δ.Σ.», και έτσι έμεινε αλώβητος από όποιες «αμαρτίες» της μεταπολίτευσης. Έκανε, άρα, καλά ο Δήμος Αβδελιώδης να τον φέρει πάλι στο προσκήνιο με την παράστασή του στο «Ίδρυμα Κακογιάννη» («Ωδή στον Αλέξανδρο Παναγούλη»), βασισμένη στο βιβλίο του δημοσιογράφου Κώστα Μαρδά, με τον τίτλο «Αλέξανδρος Παναγούλης, πρόβες θανάτου».
Γνωρίζω αρκετά καλά το Κυπριακό. Για την εμπλοκή -και παγίδευση- του Αλέκου Παναγούλη σε αυτό, μένει ακόμη να ειπωθούν πολλά. Υπάρχει, ως φαίνεται, μια άτυπη «συμφωνία κυρίων», ορισμένα πράγματα για το μαρτυρικό νησί να μη λέγονται δημόσια. Ο θάνατος του Παναγούλη μοιάζει να μην είναι άσχετος με την κυπριακή του περιπέτεια. Δεν κάνω όμως σήμερα ιστορία, ούτε αστυνομικό ρεπορτάζ, και εδώ σταματώ.
Η παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη, με μουσική, τραγούδι, ποίηση, κινηματογράφο, είχε τη μορφή διαλόγου ανάμεσα σε «ζώντες» και «νεκρούς». Η αφήγηση της μάνας, από τη μία μεριά, με την έμπειρη Ελένη Ερήμου, στον ρόλο της Αθηνάς Παναγούλη, και ο αντίλογος του «πέραν», με το «φάντασμα» του Αλέκου Παναγούλη. Ως προς το πρώτο, επισημαίνω το γεγονός ότι η μάνα - Παναγούλη υπήρξε λαϊκή γυναίκα, και όχι αστή, όπως δόθηκε από τη διδασκαλία. Η Ελένη Ερήμου ωστόσο διέθετε στοιχεία που συγκινούν το κοινό, όπως αμεσότητα και ειλικρίνεια. Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι η τραγωδία μιας μάνας είναι πέρα από ταξικές διακρίσεις. ΄Εστω. Παράλληλα δόθηκε κινηματογραφικά το υπερβατικό κομμάτι της ανάδυσης από τον Άδη των νεκρών μιας επικής μάχης με το ανέφικτο, όπου πρωταγωνιστούσε ο Αλέκος Παναγούλης. Η σκηνοθεσία έδωσε όλο της το βάρος εδώ. Αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν προτιμότερο το αντίθετο, να επικεντρώνεται δηλαδή το πράγμα στην αφήγηση της μάνας, με απλώς επιβοηθητικό το ονειρικό, το υπεραισθητό. Στην παράσταση κυριάρχησε το λυρικό στοιχείο του ονείρου, σβήνοντας τη ζωντανή Ιστορία. Με τη συμβολιστική μουσική του Βαγγέλη Γιαννάκη (ζωντανά και καλά εκτελεσμένη από τους: Αλέξανδρο και Γιάννη Αβδελιώδη, Γιάννη Βιλιώτη, Γιάννη Πλαγιαννάκο, Παναγιώτη Ράπτη), με τα «υπερβατικά» κινηματογραφικά του Αβδελιώδη (διεύθυνση φωτογραφίας του Φίλιππου Κουτσαφτή) και με τις ομόλογες εικαστικές παρεμβάσεις του Αριστείδη Πατσόγλου, στο τέλος περίσσεψε το όνειρο, λιγόστεψε ο λογισμός και μας έμεινε η νοσταλγία. Ανάμεσα στο «ονειρικό» κομμάτι και στον ρεαλισμό της μάνας δεν υπήρξε συστοιχία, με αποτέλεσμα να μεταπίπτει διαρκώς η θεατρική πραγματικότητα σε εικονική ψευδαίσθηση.
Η σκηνοθεσία επιχείρησε να δώσει την «αποθέωση» του ήρωα, χρησιμοποιώντας, στα κινηματογραφικά της, ως συμβολική αντιστικτική «περσόνα» του τον μυθικό Προμηθέα. Κάτι που υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, αν όχι λάθος, τουλάχιστον υπερβολή. Υπάρχουν άλλοι ήρωες της σύγχρονης ιστορίας μας, που έχουν περάσει στον νεοελληνικό μύθο, πιο συμβατοί με το ανθρώπινο μέγεθος του «δικού μας» Παναγούλη. Το '21 είναι γεμάτο από αυτούς. Σε κάθε περίπτωση το εύρημα δεν μπόρεσε να υπηρετήσει την παράσταση, αφήνοντας ακάλυπτους τους νέους ως επί το πλείστον και άπειρους ηθοποιούς (Γιώργος Φλωράτος, Γιώργος Ζιόβας, Ανδρέας Καρακόττας, Γιώργος Νικόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος, κορυφαίες οι Δανάη Ρούσσου και Ρένα Κυπριώτη. «Χορός των Ωκεανίδων» με τις: Κέλλυ Αλεξοπούλου, Παρασκευή Δαμάσκου, Φίλια Δελαγραμμάτικα, Σοφία Δελαππόρτα, Τζούλια Διαμαντοπούλου, Μάργκω Καραγιάννη, Ηρώ Κισσανδράκη, Δήμητρα Κωτίδου, Νίκη Λεωνίδου, Κατερίνα Παπαγεωργίου).