«Εγώ, εγώ/
Την αλήθεια λέω σαν ψέμα/ Το ψέμα αλήθεια είναι για μένα./Είμαι η παραίσθηση, ο αντικατοπτρισμός/Είμαι το ψέμα».
Αυτό τραγουδά η Υψηλοτάτη, πόρνη εκ Μασσαλίας, που βρίσκεται, από λάθος πληροφόρηση ότι υπάρχουν δουλειές, στην έρημο του Καρακορούμ μαζί με τη συνάδελφό της Σουρνουάζ και το βοηθό Ζοζέφ. Σ' ένα μπεκετικό σκηνικό, με ριγμένα γύρω τους μπαούλα, κιβώτια με ποτά, μια ταμειακή μηχανή και ένα πιάνο, οι δύο γυναίκες, εξαντλημένες από την περιπέτεια, αναπολούν, συγκρούονται, τραγουδούν, καθιστώντας κατοικήσιμη τη μεγαλύτερη έρημο του κόσμου. Μια σκηνή.
Το θέατρο του Στάικου είναι κυρίως ένα γλωσσικό παιχνίδι: η θεατρικότητα βρίσκεται στις λέξεις, στην προσποίηση, στη μεταμφίεση προσώπων αλλά πρώτιστα του ίδιου του λόγου. Λόγος της εκλέπτυνσης και του παιγνίου, λόγος του υπονοούμενου και του άρρητου. Γι' αυτό και δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί ως ελληνική εκδοχή του μαριβοντάζ. Εχοντας επιμεληθεί στο παρελθόν την έκδοση μερικών από τα σημαντικότερα έργα του Στάικου σε ενιαίο τόμο, θεωρώ ότι πρόκειται για έναν από τους πλέον σημαντικούς αλλά και ιδιαίτερους στη γραφή του νεοέλληνες συγγραφείς μας. Αλλά και από τους πλέον δύσκολους να παρασταθούν στη σκηνή καθ' ότι στα έργα του δεν υπάρχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, αλλά λεκτική δεξιοτεχνία την οποία πρέπει να χειριστούν έμπειροι ηθοποιοί. Και σε αυτό το πεδίο συχνά οι παραστάσεις τους αποτυγχάνουν.
Ο Δημήτρης Δεγαΐτης θεωρώ ότι πέτυχε τα μέγιστα στη σκηνική υλοποίηση ενός από τα πλέον δύσκολα έργα του Στάικου. Ανέδειξε σε βάθος και με κάθε μέσον το βασικό συστατικό του: τη θεατρικότητα. Το σκηνικό του Δημήτρη Ντάσσιου, ακολουθώντας τις σκηνικές οδηγίες, έντυσε το εγκαταλειμμένο τοπίο, με τα ποικίλα παράταιρα αλλά περίτεχνα αντικείμενα να καταλαμβάνουν όλη τη σκηνή ενώ τα άδεια μπουκάλια δημιουργούν θεατρική ράμπα. Οι άπλετοι, ως επί το πλείστον, φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου έδιναν την αίσθηση του δυνατού φωτός της ερήμου αλλά και της αυτο-αναφορικότητας του θεάτρου. Επιπλέον, τα εντυπωσιακά κοστούμια δήλωναν πόρνες πολυτελείας και θεατρίνες που προσποιούνταν ρόλους και καταστάσεις ενώ στις αντι-ρεαλιστικές μεταφορές συγκαταλέγονται οι χρωματιστοί κεφαλόδεσμοι που αναπαριστούσαν τη μελαχρινή Σουρνουάζ και την κοκκινομάλλα Υψηλοτάτη, ιδιότητες που επαναλαμβάνονται στο λόγο.
Στην όψη των ηθοποιών μέγιστη η συμβολή του Αχιλλέα Χαρίτου στο μακιγιάζ: πρόσωπα-μάσκες θεάτρου, αναφορά σε πορσελάνινες κούκλες, εύθραυστες και σκληρές, με τα έντονα βαμμένα χείλη να γίνονται εργαλεία του ψεύδους, της προσποίησης, του ίδιου του θεάτρου.
Η παράσταση ευτύχησε να διαθέτει στους ρόλους δύο εκλεκτές ηθοποιούς: την Αγλαΐα Παππά (Υψηλοτάτη) και τη Μαριάνθη Σοντάκη (Σουρνουάζ). Εξαίρετες σκηνικές παρουσίες αναδείκνυαν τα κοστούμια τους, διέθεταν καλοδουλεμένη κίνηση (Μαρίζα Τσίγκα), άψογη άρθρωση λόγου και εναλλαγές ρυθμών, με επιπλέον φωνητικές ικανότητες στα τραγούδια σε διακριτική μουσική Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Ισάξιος δίπλα τους ο Γιάννης Πολιτάκης (Ζοζέφ).
Πρόκειται για μία από τις πλέον επιτυχημένες σκηνοθεσίες έργου του Ανδρέα Στάικου που έχω δει.
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ