Ορκισμένο ροκάκι η φίλη μου από την
διπλανή θέση στο θέατρο Badminton παραδεχόταν, την ώρα της υπόκλισης, πως στο μιούζικαλ «Ποιος τη ζωή μου...», που μόλις είχαμε παρακολουθήσει, πέρασε καλύτερα από τη συναυλία των Depeche Mode, δύο ημέρες πριν. Το σχόλιο προφανώς αφορούσε σε μια κακή – κατά κοινή ομολογία – διοργάνωση της πολυαναμενόμενης συναυλίας του ξένου συγκροτήματος για την οποία έχουν ήδη γραφτεί αρκετά. Ίσως όμως, να αναφερόταν και λίγο σε μια αξιοπρεπή προσπάθεια που αν μη τι άλλο μας υπενθύμισε πως οι μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη είναι ένας από τους λόγους να νιώθει κανείς υπερήφανος που είναι Έλληνας.
Η μουσική δεν ήταν μόνον η αφορμή αλλά και το κυρίως ζητούμενο σε αυτή την μουσικό θεατρική παράσταση η οποία επεσήμανε, ορισμένα μόνον, σημεία από τον πλούσιο βίο του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού. Και πράγματι, το κοινό που γέμιζε το τεράστιο Badminton, συμμετείχε εντυπωσιακά, «αποθεώνοντας» τον Κώστα Μακεδόνα όταν ερμήνευε το «Θα σημάνουν οι καμπάνες» στην πιο ανατριχιαστική στιγμή της βραδιάς ή την Γιώτα Νέγκα που απέδωσε με σπαρακτικό τρόπο την «Δραπετσώνα». Το αυθόρμητο ζεστό χειροκρότημα του κοινού ερχόταν αβίαστα και το σημαντικότερο χωρίς να έχει προηγηθεί μια χειρονομία ή ένα νεύμα που να του
«κλείνει το μάτι». Το μέτρο και η απλότητα που έχουν άλλωστε διδάξει οι πρώτες εκτελέσεις αυτών των τραγουδιών ήταν ο οδηγός τους.
Βεβαίως, και ο Κώστας Θωμαϊδης συνέβαλλε, με τον δικό του τρόπο, στην βραδιά αποδίδοντας ορισμένα τραγούδια από το ρεπερτόριο που κατέχει καλά ενώ και η νεότερη Άννα Λινάρδου μας εντυπωσίασε δίνοντας νέα πνοή σε ορισμένα τραγούδια ταυτισμένα με την φωνή της Μαρίας Φαραντούρη.
Ως προς το θεατρικό σκέλος του θεάματος (σενάριο- σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη), σίγουρα ο στόχος δεν ήταν και εδώ που τα λέμε, δεν θα μπορούσε να είναι, μια πλήρης βιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη. Δόθηκε περισσότερη έμφαση στην επιθυμία να συνδεθεί η ζωή του με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας και τις προσωπικές ιστορίες όλων μας. Η εξιστόρηση ξεκινά από την καταστροφή της Σμύρνης που αναγκάζει τους γονείς του να ξεριζωθούν κι εκείνον να γεννηθεί στην Χίο και να μεγαλώσει σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Το ευρύ κοινό σίγουρα θα διαφωτίστηκε για ορισμένες λεπτομέρειες που δεν γνώριζε. Ενδεχομένως γι αυτό να δόθηκε μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ενώ εκείνα με το «πιο πολύ ψωμί», τα χρόνια της δικτατορίας, πέρασαν γρήγορα και περισσότερο ακροθιγώς. Με μια- δυο ατάκες που λειτουργούσαν περισσότερο ως «γέφυρα» ανάμεσα στα τραγούδια.
Η παράσταση διέθετε βεβαίως ορισμένες παραφωνίες, όπως οι σκηνές με τους δύο ποιητές μας, Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη παιγμένους με τεράστιες μύτες και περούκες που θύμιζαν περισσότερο κακοφτιαγμένα νούμερα επιθεώρησης μίμων. Ευτυχώς, εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε η προσέγγιση του Άρη Λεμπεσόπουλου ο οποίος με την σκηνική ευφυΐα και το ένστικτό του, ανταπεξήλθε επάξια στην μεγάλη πρόκληση να αναπαραστήσει τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη επί σκηνής. Ενώ, ο Γρηγόρης Βαλτινός και η Φιλαρέτη Κομνηνού στον ρόλο του πατέρα και της μητέρας αντίστοιχα, πλούτισαν με τις ερμηνείες τους το αποτέλεσμα. Μια από τις πλέον συγκινητικές και καλοπαιγμένες σκηνές ήταν εκείνη στην οποία ο Μίκης συναντά για τελευταία φορά την μητέρα του στην αυλή του νοσοκομείου, την οποία όπως μαθαίνουμε έγραψε ο ίδιος.
Πηγή:tospirto