Ο Γιώργος Νινιός, κρατώντας
ένα μπουζούκι κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο, μιλάει και παραμιλάει, παίζει και τραγουδάει –σχεδόν σαν επαγγελματίας του λαϊκού τραγουδιού! Κι έχει μεταμορφωθεί τόσο απόλυτα στον αντι-ήρωα του «Ζεϊμπέκικου» της Λείας Βιτάλη, ώστε έφτασε να γράψει ακόμη και το –ωραιότατο- ομώνυμο λαϊκό τραγούδι που ερμηνεύει στην παράσταση.
Το έργο της Βιτάλη, μολονότι δεν αποτελεί βιογραφία αλλά προϊόν μυθοπλασίας, είναι στην ουσία μια φανταστική αφήγηση-ένα ψυχογράφημα για τον Άκη Πάνου, τον καταραμένο αυτόν ήρωα του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο Πάνου άφησε παρακαταθήκη ένα σπάνιο μουσικό έργο σε επίπεδο στιχουργίας όσο και σύνθεσης –δικά του είναι, μεταξύ άλλων, τα «Να είχα το κουράγιο», «Δεν κλαίω για τώρα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Αδιόρθω-αναρχί», «Θέλω να τα πω». Έφυγε, όμως, από τη ζωή αφήνοντας πίσω του μια αμφιλεγόμενη υστεροφημία: καταδικάστηκε για το φόνο του εραστή της κόρης του και αποφυλακίστηκε μόνο όταν πια ήταν σαφές πως η επάρατος νόσος σύντομα θα τον νικούσε. Τις τελευταίες ώρες του μοιάζει να καταγράφει η Βιτάλη στο «Ζεϊμπέκικό» της, έχοντας τον ίδιο σαν κεντρικό πρόσωπο –έστω κι αν τον βαφτίζει «Λευτέρη»- και, μαζί, τις δυο γυναίκες της ζωής του, την πρώτη σύζυγό του και την κόρη του. Τα τρία αυτά πρόσωπα συνθέτουν με τις αφηγήσεις τους ένα φλας-μπακ στην κοινή ζωή τους, την οποία όρισε απόλυτα το «λάθος» αυτού του άνδρα, τον οποίο ακούμε κάποια στιγμή να λέει: «Γιατί κάνω συνέχεια λάθη, λαθάκια, μικρά λάθη, λάθη, γαμώ το κεφάλι μου; Ας κάνω επιτέλους ένα μεγάλο λάθος να ησυχάσω, γαμώ την πουτάνα μου … Να βρω τη δύναμη να κάνω ένα λάθος. Μεγάλο. Και να μη ντρέπομαι γι’ αυτό… Γιατί το μεγάλο λάθος, δεν είναι λάθος, κυρά, είναι στάση ζωής».
Μακριά από την τάση της θεατρικής βιογραφίας των Ελλήνων τραγουδοποιών που έχει φουντώσει τα τελευταία χρόνια με ανάμικτα αποτελέσματα, το έργο της Βιτάλη είναι αφαιρετικό στη δομή και πυκνό στο περιεχόμενο, γραμμένο μεν στο ύφος ενός ψυχολογικού ρεαλισμού δίχως απροσδόκητες καινοτομίες αλλά με άρτια δουλεμένο τον λόγο των προσώπων^ ένα λόγο κάποτε λαγαρό και άμεσο, άλλοτε κοφτό κι απότομο, έως και βαρύθυμο ανά στιγμές, σα να ακολουθεί το ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Μορφές είναι τα πρόσωπα της κι όχι απλώς ρόλοι, μορφές αντιηρωικές και πένθιμες, που ξετυλίγουν τον ένδοξα άδοξο βίο τους και ταυτίζονται, κάπου στις σκοτεινές υπώρειες του έργου, με τον βίο της ίδιας της χώρας τους.
Το «Ζεϊμπέκικο» της Βιτάλη έχει δύναμη, έχει ατμόσφαιρα, είναι διεισδυτικό και άγριο. Είναι μια κατάθεση του τι σημαίνει «ελληνική λαϊκή ψυχή». Απαιτεί πολύ γερούς ηθοποιούς. Και για τους τρεις ρόλους. Και του συνάντησε στο ανέβασμα του θιάσου του Studio Μαυρομιχάλη: η Στέλλα Κρούσκα πετυχαίνει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής ωριμότητας στο ρόλο της συζύγου του τραγουδοποιού και η Μαρία Κατσούλη διαθέτει εξίσου τη φωνή –πόσο καλά τραγούδησε στην παράσταση τις μπαλάντες της Τζάνις Τζόπλιν!- όσο και τη στιβαρή ερμηνεία που απαιτεί ο σύντομος αλλά καθοριστικός ρόλος της κόρης. Ο Φώτης Μακρής σκηνοθέτησε το έργο σεμνά και με σοβαρότητα, διανθίζοντας το με σφήνες από υπέροχα λαϊκά τραγούδια, άδειους χρόνους και γεμάτες παύσεις, δυνατές συγκρούσεις και καλοζυγισμένα ρυθμικά κρεσέντο. Η παράσταση δόθηκε στο πλαίσιο των «Αναγνώσεων 2013», του θεσμού που έχει καθιερώσει το Εθνικό θέατρο, σε επιμέλεια της ικανότατης Σίσσυς Παπαθανασίου, με αναγνώσεις, υπό μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου, σύγχρονων ελληνικών έργων. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να δω τα υπόλοιπα έργα που παρουσιάστηκαν στις φετινές «Αναγνώσεις». Θέλω, όμως, να πιστεύω πως όσα δοκιμάστηκαν με επιτυχία στο πρώτο αυτό λάκτισμα, θα τα δούμε να ανεβαίνουν κανονικότατα την επόμενη σεζόν στα θέατρα της πόλης.
Όσο για το «Ζεϊμπέκικο» συγκεκριμένα, υπολογίζω πως αν συνεχιστεί στο Studio Μαυρομιχάλη, θα δούμε ουρές έξω από το μικρό αυτό θεατράκι των Εξαρχείων…
ΠΗΓΗ: Αθηνόραμα