Μια ιστορική παράσταση αναβίωσε από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.
Τέσσερα χρόνια απουσίαζε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου από την Επίδαυρο. Γι’ αυτή τη σημαντική στιγμή της επιστροφής του, επέλεξε να πάρει φόρα προς το μέλλον ανατρέχοντας για λίγο στο παρελθόν αναβιώνοντας μια από τις σημαντικότερες παραστάσεις της ιστορίας του, τη «Σαμία» του Μενάνδρου που παρουσιάστηκε στο αργολικό θέατρο 20 χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1993.
Η ευτυχής συγκυρία της διαθεσιμότητας όλων σχεδόν των συντελεστών -ακόμη και του Αλκίνοου Ιωαννίδη ο οποίος έκτοτε εγκατέλειψε την υποκριτική κι όμως πρόθυμα δέχτηκε να επιστρέψει- έδειχναν πως η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, ο άνεμος ούριος και οι δρόμοι ανοιχτοί.
Οι αναβιώσεις προκαλούν βεβαίως αναπόφευκτα μια κάποια αμηχανία. Πάντοτε κάτι θα έχει χαθεί από τη φρεσκάδα και τη μαγεία της πρώτης στιγμής. Όμως, η περίπτωση της «Σαμίας» είναι για τους Κύπριους κάτι αντίστοιχο με τους «Όρνιθες» του Κουν για το Θέατρο Τέχνης. Αν και δεν είχα δει την πρώτη εκείνη παράσταση, υποθέτω πως η σύγκριση θα αδικούσε την τωρινή, παρόλο που υπήρξε καλόγουστη, τίμια και ανάλαφρη.
Μέγας πρωταγωνιστής, η μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη η οποία κατάφερε να νικήσει τον χρόνο και να φτάνει ακόμη και σήμερα στα αφτιά μας ως κάτι φρέσκο. Και πάντοτε ευρηματικό. Μιας και το έργο αυτό, γραμμένο κάπου ανάμεσα στο 315 και 309 π.Χ., δεν διασώζεται ολόκληρο κι επιτρέπει μια μεγαλύτερη ελευθερία στην απόδοσή του. Το κοινό εύρημα μεταφραστή και σκηνοθέτη (Εύη Γαβριηλίδη) λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Οι δυο τους σκέφτηκαν να αναλογίσουν γλωσσικά τον Μένανδρο με την απλή καθαρεύουσα και σκηνοθετικά με τα αθηναϊκά ήθη του 20ού αιώνα.
Το αποτέλεσμα με τον πιο καλαίσθητο και γουστόζικο τρόπο αναδεικνύει τη νέα (ή αττική) κωμωδία και πρόδρομο της μουσικής κωμωδίας, της κωμωδίας ηθών μετ’ ασμάτων και της οπερέτας. Αναδεικνύει όμως και τον κύριο εκφραστή της, τον Μένανδρο, πατέρα όχι μόνο του Πλαύτου και του Τερέντιου, αλλά και του Μολιέρου και όλων των συγγραφέων της ευρωπαϊκής κωμωδίας ηθών.
Από τις επιμέρους ερμηνείες, εκείνη που ξεχώρισε με χαρακτηριστική άνεση – σε μια παράσταση καλοφτιαγμένη και δροσερή από την οποία ωστόσο δεν έλειψαν ορισμένα προβλήματα ρυθμού – ήταν εκείνη του Δημέα, Κώστα Δημητρίου. Ενώ και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης κατάφερε να δώσει έναν Μοσχίωνα αντάξιο των πολύ καλών κριτικών οι οποίες τον υποδέχονταν 20 χρόνια πριν ως νέα δύναμη του θεάτρου.
Την παράσταση παρακολούθησαν συνολικά 5.500 άτομα και τις δύο ημέρες. Δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει προγραμματιστεί άλλη παρουσίασή της στην Ελλάδα. Με αυτή την γλυκιά γεύση αναμένουμε τη δυναμική επιστροφή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου το επόμενο καλοκαίρι στα Επιδαύρια.
ΠΗΓΗ: tospirto