Η παραγωγή του ΚΘΒΕ,
σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, με ρυθμό και μέτρο, επεδίωκε να είναι ένα λαϊκό θέαμα. Κι επειδή τα σύνορα του λαϊκού, όπως και του αισθητικά καλαίσθητου, βρίσκονται -σύμφωνα με μια θεωρία- στο μάτι του θεατή, κι εάν η επιτυχία ενός εγχειρήματος κρίνεται στο χειροκρότημα, οι θεατές (περίπου 4.500 στην πρεμιέρα και 6.500 την επομένη) χειροκρότησαν με θέρμη και διάρκεια τόσο στο φινάλε όσο και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Και διασκέδασαν και γέλασαν και ευθύμησαν. Αλλωστε γι' αυτό πήγαιναν. Για να δουν Αριστοφάνη. Εναν Αριστοφάνη που ήθελε να είναι πολιτικός, με πολλές «ενέσεις» επικαιροποίησης, οι οποίες «φλέρταραν», κάποιες στιγμές, με την επιθεώρηση.
Δύο οι άξονες της παράστασης, το δίδυμο Τρυγαίου-Ερμή, ήτοι του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου (ο Τρυγαίος του μετρημένος και ισορροπημένος, συμπαθής κι άμεσος, αλλά, να... σαν κάτι να του έλειπε...) και του (αγνώριστου) Φάνη Μουρατίδη. Ο τελευταίος απέδωσε τον Ερμή, σκηνοθετική αδεία, ως αδελφή και μάλιστα «κραγμένη». Και τι δεν έκανε επί σκηνής. «Κόλπα», τσαλίμια, νάζια, κουνήματα. Να σειέται και να λυγιέται. Καλός, αν και εξωτερικός και χρησιμοποιώντας ευκολίες, ο ηθοποιός στην απόδοση του ρόλου, αλλά γιατί ο Ερμής σε μια τόσο κραυγαλέα εμφάνιση, που έμοιαζε σχεδόν με τραβεστί; Ωστόσο, ήταν αυτός που «έκλεψε» την παράσταση και το χειροκρότημα πολλές φορές κατά τη διάρκειά της.
Ο δεύτερος άξονας, ο λόγος της «Ειρήνης» (μετάφραση Κ. Χ. Μύρης), ο οποίος «χώνευε» πολιτικές αιχμές και λάιφ στάιλ με τη δύναμη της ποίησης και λυρικά χορικά: από Ελύτη έως καλιαρντά κι από τη «Δέσπω Μπότση» («Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν») έως Γκάτσο ακούσαμε (κάποιες φορές, εν αμηχανία, για κάποιους σχολιασμούς και συνειρμούς...). Οι «συνταγές του Σκαρμούτσου» και η «νουβέλ κιζίν» έδεσαν με τον «Λεωνίδα», τη γνωστή ταβέρνα του Λυγουριού, η Λέιντι Γκάγκα με τη Ρόζα τη ναζιάρα, ο ανάδρομος Ερμής με τη φίρμα «Ερμές». Ολα αυτά συνυπήρξαν με αναφορές στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση: «Βρε Δία, πού το πας; Θα τη ρημάξεις την Ελλάδα», ή «Θα κάνω επερώτηση τι σχεδιάζεις για την Ελλάδα και θα το καταγγείλω στα γ... α έθνη», αλλά και «επιλέξατε απατεώνα κυβερνήτη». Επίσης ο Ερμής χαρακτηρίζει τον Τρυγαίο «Τσοχατζότεκνο», ενώ λουκέτα, νέα μέτρα και ανεργία, ΔΝΤ, φακελάκια, μαύρο χρήμα, «παραγραφή, περαίωση, υπουργική ασυλία», τρόικα ακούστηκαν μαζί με τη διάδοση του Facebook («αν θες να δεις το Δία μόνο στο Facebook»), ή το «μας ψεκάζουν».
Το πρώτο μέρος της Παράβασης (γραμμένης από το μεταφραστή) που ερμήνευσε ο θίασος αναφερόταν στον Ποιητή που «τίμησε την τέχνη του, τον τολμηρό σατιρικό που στάθηκε απέναντι στην εξουσία άτεγκτος και πάνω απ' όλα ποιητής-πολίτης». Παράλληλα, ήταν ένα σχόλιο για τον τρόπο αντιμετώπισης της τραγωδίας... «με καταπλάσματα μεταμοντέρνα χάπατα, χλαπάτσα και χαβούζα είδαμε και τι δεν είδαμε στα χρόνια της μιζέριας: είδαμε τους χορούς της τραγωδίας να τους γαβγίζουν τα σκυλιά της Δαλματίας, είδαμε τις Ηλέκτρες υστερικές στου Φρόιντ το ντιβάνι, είδαμε τον Δαρείο στην ορχήστρα να κωλοσούρνεται και να χορεύει «πώς το τρίβουν το πιπέρι», είδαμε τον Κρέοντα να αποκρούει πέναλτι, την Αντιγόνη στα γκολπόστ και την Αγαύη στη μαστούρα. Και ξέρετε γιατί τα δεχτήκαμε; Γιατί μας έμαθαν να μπερδεύουμε τον μύθο με τον ζύθο, τη μοίρα με την ψείρα... και το λογείο της ποίησης με το ραφείο της μεταποίησης...».
Το «Μινόρε της αυγής»
Ατυχές το εικαστικό μέρος με τα wannabe ναΐφ σκηνικά και τα κιτς κοστούμια, που βασίζονταν στη λογική του mix and match (Ερση Δρίνη). Δίχως πρωτοτυπία η μουσική (Μίνως Μάτσας), όλο κάτι να θυμίζει (λίγο από Μίκη, καντάδες, παραδοσιακά, «Felicita» των Αλμπάνο και Ρομίνα Πάουερ αλλά και «Ντιρλαντά», που κατά τη διάρκειά του το κοινό χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια), ένα ποτ πουρί δίχως συνέχεια, που δεν άφηνε τις (όποιες) καλές στιγμές να «αναπνεύσουν». Κρατήσαμε: Τη φινέτσα και το κύρος του Γιώργου Κωνσταντίνου στην (ολιγόλεπτη εμφάνισή του στην) Παράβαση. Ενας σπάνιος ηθοποιός, ο οποίος άμα τη εμφανίσει του έφερε το άρωμα μιας άλλης εποχής. Με το λευκό του κοστούμι και το καπελάκι του χόρεψε το «Μινόρε της αυγής» ως τάνγκο, κι αποχώρησε καταχειροκροτούμενος.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ