Η ιστορία του «Θερμοκηπίου»
, αυτό το αενάως επαναλαμβανόμενο πολιτικό δράμα με θέμα την εξουσία – φάντασμα που αλλοτριώνει και ομογενοποιεί τους ανθρώπους… παίζεται αδιάλειπτα και στην Ελλάδα χωρίς τίτλο. Στο θέατρό μας πρωτοανέβηκε από τον Λευτέρη Βογιατζή, το 2011, ενώ τις τελικές πρόβες για την επανάληψή του με άλλη διανομή την άνοιξη του 2013 διέκοψε ουσιαστικά ο θάνατός του.
Στις 15/5/2011 ο Σπύρος Παγιατάκης έγραφε στην Κυριακάτικη «Καθημερινή»: «Ο Λευτέρης Βογιατζής στο “Θερμοκήπιο” έχτισε τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του… Εζησα τη σπάνια εμπειρία ότι έβλεπα Μεγάλο Θέατρο. Δηλαδή, θέατρο όπου μπορεί κανείς ν’ ανακαλύπτει συνεχώς μικρολεπτομέρειες με γνήσια ουσία και με αισθητική ποιότητα. Και αυτό δεν οφείλεται τόσο στο έργο του Πίντερ… όσο σε μια ιδιαίτερη εμπνευσμένη συγκυρία του σκηνοθέτη – ηθοποιού Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος εδώ ξεπέρασε και τον –καλό– εαυτό του. Ενας άριστος ηθοποιός που έμοιαζε “να μην παίζει”, που έβαλε σε εφαρμογή το αληθινό και το ψεύτικο μαζί, όπως ακριβώς το θέλησε και ο ίδιος ο Πίντερ, που όταν –το 1958– έγραφε το έργο, τόνιζε το γεγονός ότι “δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό…”. Ο τρόπος που ο Βογιατζής στήνει έναν χαρακτήρα –έναν πρώην στρατιωτικό με καχύποπτο και επηρμένο χαρακτήρα– είναι μοναδικός. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, διευθύνοντας ένα καφκικό κρατικό “ησυχαστήριο” με τροφίμους… πολιτικά αντιφρονούντες, ο Βογιατζής βρίσκει την ευκαιρία να παίξει με υποδόριο σαρκασμό έναν πολιτικό χαρακτήρα…».
Το Φεστιβάλ Αθηνών τιμώντας και μεταθανάτια τον Βογιατζή θέλησε να κλείσει τις φετινές του εκδηλώσεις με πέντε παραστάσεις του «Θερμοκηπίου» στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Τον ρόλο του Βογιατζή επωμίστηκε ο Γιώργος Γάλλος, που συμμετείχε στη διανομή με άλλο ρόλο, τον οποίο πάλι ανέλαβε ο Γιάννης Νταλιάνης. Την τελική ευθύνη της παράστασης – σκηνοθεσίας – διδασκαλίας (σύμφωνα με τις παρακαταθήκες Βογιατζή) ανέλαβε ο Δημήτρης Ημελλος. Μαζί του ο Γιάννης Νταλιάνης, αλλά και οι υπόλοιποι, μακροχρόνιοι συνεργάτες του Βογιατζή.
Το στοίχημα ανοιχτό, ιδίως ως προς τον κομβικό ρόλο του διευθύνοντος Ρουτ, του οποίου ο χειρισμός καθορίζει αποφασιστικά το σύμπαν του έργου. Ο Γιώργος Γάλλος δεν πρόλαβε να διδαχτεί τον ρόλο από τον σκηνοθέτη. Βασίστηκε στις σημειώσεις εκείνου πάνω στον ρόλο και βέβαια σε όσα είχαν ειπωθεί και δοκιμαστεί στις πρόβες. Μέλημά του να διατηρήσει το πνεύμα της προσέγγισης… «χωρίς παράλληλα να φανεί ούτε στιγμή ότι τον μιμείται». Ο καλός ηθοποιός, με τόλμη, αφοσίωση και ταλέντο, πέτυχε έναν εξαιρετικά πειστικό στη μικρονοϊκή του παράνοια, τη διαστρεβλωτική διγλωσσία, την υφέρπουσα διαστροφή, την αφόρητη μεγαλοστομία, την υποτέλεια και τον τρόμο, επικίνδυνο όσο και γελοίο, δημόσιο προϊστάμενο. Υφος, λόγος, ρυθμοί, σωματική γλώσσα απείχαν πολύ από τη μίμηση ενός προτύπου, άκρως προσφιλούς σε νέους ηθοποιούς.
Στην πρώτη πράξη, το χιούμορ, ο Πιντερικός σαρκασμός, η πολυσήμαντη γλωσσική περιπέτεια, η σβέλτη μα βαθιά ψυχογράφηση των ρόλων, η απειλή που σέρνεται στη δήθεν χριστουγεννιάτικη απραξία κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο για έργο και παράσταση.
Ο Δημήτρης Ημελλος, ένα υποδειγματικά μεθοδικό, σατανικό, αδίστακτο κι αναρριχόμενο σε ιεραρχίες, φονικό όργανο. Η Μαρία Σκουλά, ως αρρενωπή εκδοχή μιας διαστρεβλωμένης από «τη φύση της δουλειάς» της θηλυκότητας, συνδύασε μοναδικά τις δύο όψεις με αναφορές σε παρόμοιες περσόνες φρίκης και λαγνείας από το Γ΄ Ράιχ. Ο Αργύρης Πανταζάρας ως ευνοούμενος και πολλά γνωρίζων υποτελής Λας και ο Χάρης Φραγκούλης ως πρόθυμος για κάθε χρήση αμνός Λαμ, απαράμιλλοι στην ακρίβεια, στα όρια και στην οικονομία των ρόλων τους. Αποφασιστικά αποτελεσματικοί στους μικρότερους αλλά σημαίνοντες ρόλους τους, ο Γιάννης Κότσιφας και ο Γιάννης Νταλιάνης.
Πιστεύω πως η απουσία του Βογιατζή, τόσο από τον κατευθύνοντα ρόλο όσο και από την τελική αναπνοή της παράστασης, φάνηκε στη β΄ πράξη. Παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες όσων μόχθησαν ν’ αναπληρώσουν το δυσαναπλήρωτο κενό, ένα ανεξήγητο χαλάρωμα έκανε το έργο να μοιάζει φλύαρο και την παράσταση, απονευρωμένη.
Κάπως έτσι θα προσδιορίζεται η απούσα αύρα ενός σημαντικού και πολύ ξεχωριστού δημιουργού, που δεν πρόλαβε. «Θάνατος άλλωστε σημαίνει ν’ αφήνεις στη μέση πράγματα…».
Πηγή: Η Καθημερινή