Για τον ανίκητο πολεμιστή
Τραχίνέρωτα (όπως τον περιγράφει στην Αντιγόνη του) μιλάει ο Σοφοκλής και στο έργο του «Τραχίνιες», περιγράφοντας την καταστροφική δύναμη που έχουν τα πάθη που ξυπνάει. Κι ο γιος του Δία και μεγαλύτερος ήρωας της αρχαιότητας, ο Ηρακλής, καταστρέφεται όχι από κάποιο από τα αμέτρητα τέρατα ή εχθρούς που πολέμησε, αλλά από τον έρωτα.
Οι Τραχίνιες του Σοφοκλή ανέβηκαν στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι είναι από τα πρώτα έργα του Σοφοκλή, γύρω στο 450 πΧ. Ο Ηρακλής, ο ήρωας των Θηβαίων, δεν είναι ο κλασικός τραγικός ήρωας, αλλά μια μορφή πανίσχυρη, με αρχέγονα καταστροφικά και ηδονικά πάθη. Γενικά, οι Αθηναίοι δραματουργοί (από τον Σοφοκλή μέχρι και τον Αριστοφάνη στους Βατράχους) συνήθιζαν να αποδομούν τον Ηρακλή. Πιθανόν να έπαιξε ρόλο σε αυτό η παραδοσιακή έχθρα Αθήνας και Θηβών. Ίσως όμως να θέλουν να τονίσουν ότι η απόλυτη δύναμη (όπως αυτή του ημίθεου Ηρακλή) έχει μέσα της και καταστρεπτικές δυνάμεις.
Οι Τραχίνιες έχουν ενδιαφέρουσα δομή. Ο Ηρακλής, μολονότι είναι πάντα στο επίκεντρο, εμφανίζεται επί σκηνής μόνο στο φινάλε του έργου, όταν είναι πια τελειωμένος. Κι όλο το έργο έχει μια αίσθηση θρίλερ. Υπάρχουν εκπλήξεις, σασπένς, τρομακτικές περιγραφές, φοβερά εγκλήματα, αυτοκτονίες και μοιραία πάθη. Ο μυθικός ήρωας, αν και παντρεμένος με την Διηάνειρα, διεξάγει έναν άγριο πόλεμο, με τρομακτικές σφαγές, για χάρη μιας άλλης γυναίκας, της Ιόλης, την οποία κάνει σκλάβα του αφού καταστρέφει την πόλη της και σκοτώνει τους δικούς της. Η Διηάνειρα συμπονεί το κορίτσι, που δεν κέρδισε τίποτα από την ομορφιά της. Σε αυτό φαίνεται να βλέπει κάτι από τον εαυτό της. (Η ομορφιά που φέρνει μόνο δυστυχία στην κάτοχό της είναι αγαπημένο θέμα των αρχαίων δραματουργών). Αλλά δεν θέλει να χάσει και τον άντρα της. Έτσι ραντίζει έναν χιτώνα με το αίμα του Κένταυρου Νέσσου και το στέλνει στον Ηρακλή. Ο Νέσσος της είχε πει, πριν ξεψυχήσει από βέλος του Ηρακλή, ότι το αίμα του λειτουργεί σαν ερωτικό φίλτρο. Στην πραγματικότητα είναι δηλητήριο. Κι ο Ηρακλής δηλητηριάζεται και υποφέρει, χωρίς να μπορεί να πεθάνει. Ζητάει λοιπόν από τον γιο του να τον κάψει ζωντανό.
H σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου επέλεξε να υιοθετήσει μια μοντέρνα ανάγνωση, η οποία θα αναδείκνυε περισσότερο τις αιχμές και την άποψη του κειμένου. Περισσότερο εστιάζει στο γιατί οι άνθρωποι υποφέρουν, παρά στο να δείξει με μεγάλη δραματικότητα το μαρτύριό τους. Επίσης, έδωσε μεγάλη έμφαση στον χορό, για να θυμίσει ίσως ότι τα χορικά στο αρχαίο δράμα ήταν τραγουδιστικά μέρη. Υπήρχε πάντως μια πλαδαρότητα σε αρκετά σημεία με τα εκτεταμένα μουσικά μέρη, αν και η κίνηση του χορού ήταν πολύ καλή. Ενδιαφέρθηκε και για το εικαστικό κομμάτι και τον φωτισμό του χώρου, δημιουργώντας ατμόσφαιρες και εικόνες που κερδίζουν το βλέμμα των θεατών. Κι επειδή ήθελε να δείξει ότι η Ιόλη (και γενικότερα η γυναίκα) υπήρξε θύμα μιας φοβερής βίας, την έγδυσε επί σκηνής.
Οι ερμηνείες, γενικά, κινήθηκαν σε αξιόλογα επίπεδα. Η επική και συνάμα βαθιά άρρωστη (ψυχικά και σωματικά) μορφή του Ηρακλή (από τον Αργύρη Ξάφη) δίνει ιδιαίτερη δυναμική στην παράσταση, παρουσιάζοντας έναν ημίθεο περισσότερο οργισμένο, παρά πονεμένο. Ίσως όχι με την ένταση ενός θεριού που αργοπεθαίνει, αλλά με μια αιχμηρή ειρωνεία. Αυτό φαίνεται ιδίως στο τελευταίο μέρος, με τον παράξενο διάλογο που έχει με τον γιο του Ύλλο (Θάνος Τοκάκης) για την μοίρα της Ιόλης. Άλλωστε, αυτός και τα ερωτικά του πάθη, που οδηγούν συνέχεια σε φοβερά εγκλήματα, φταίνε στην τελική για όλη την καταστροφή που περιγράφει η τραγωδία. Ο Θάνος Τοκάκης και ο Κώστας Μπερικόπουλος (άγγελος, γέρων) στέκονται πολύ καλά σε αυτό το ειρωνικό πνεύμα, καθώς το ταλέντο τους στην κωμωδία τους βοηθάει αρκετά. Επίσης, η Άννα Μάσχα είναι καλή, καθώς ερμηνεύει την Διηάνειρα ως μια ευαίσθητη και ερωτική γυναίκα, παθητικό στοιχείο και θύμα κι αυτή των συνθηκών. Πιο κοντά στα συνηθισμένα ερμηνευτικά μοτίβα της αρχαίας τραγωδίας κινήθηκε η Φιλαρέτη Κομνηνού, ως τροφός, η οποία είχε έναν σύντομο ρόλο, που όμως τον έπαιξε καλά.
Γενικά, οι Τραχίνιες είναι μια σημαντική παράσταση. Εκφράζεται βέβαια ο αντίλογος, ότι δεν έβγαλε πολύ συναίσθημα. Όμως, για μένα είναι πιο σημαντικό το ότι έσκαψε το έργο και τις ιδέες του και πέτυχε να αναδείξει αιχμές (όχι άσχετες από το κείμενο) για την βιαιότητα των παθών, την αγριότητα του πολέμου, την καταπίεση της γυναίκας, αλλά και να βγάλει ένα σαρκαστικό χιούμορ αρκετά στοχευμένο. Κάποιες επιλογές ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές, ενώ ίσως άλλες να έγιναν απλά για να γίνουν. Αλλά η συνολική αίσθηση νομίζω ότι είναι πολύ ικανοποιητική.
ΠΗΓΗ: Monopoli.gr