«Είμαστε όλοι Τρωάδες», διαπίστωνε ο Θοδωρής Αμπαζής, προτού δοθεί η πρεμιέρα της τραγωδίας του Ευριπίδη στην Επίδαυρο, σε δική του σκηνοθεσία και με τις δικές του μουσικές συνθέσεις.
Η Αννα Κοκκίνου, με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Και με μια απαράμιλλη εσωτερικότητα κατόρθωσε να μεταγγίσει το ρίγος του τραγικού Η Αννα Κοκκίνου, με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Και με μια απαράμιλλη εσωτερικότητα κατόρθωσε να μεταγγίσει το ρίγος του τραγικού Στο θρήνο της Αννας Κοκκίνου, που κατόρθωσε ως Εκάβη να αποδώσει το ρίγος του τραγικού, την Παρασκευή και το Σάββατο, σε ένα μισογεμισμένο αρχαίο αργολικό θέατρο (γύρω στους 6,5 χιλιάδες θεατές και τις δύο ημέρες), το κοινό ταυτίστηκε με το γύρισμα της τύχης των Τρωάδων. Το «κανέναν μη νομίζετε μακάριο προτού να 'ρθεί το τέλος» της βασιλομήτορος, που σύρεται ως δούλα από τους Αργείους, απέκτησε νέα διάσταση στο αρχαίο κοίλον. Η Ελλάδα της ευφορίας, της ευημερίας, των παχιών αγελάδων, των πανάκριβων Ολυμπιακών Αγώνων και της φούσκας, σήμερα διαπομπευμένη, «κουρεμένη», όπως η Εκάβη της Κοκκίνου, σύρεται βάναυσα, δουλικά, από τους σύγχρονους βαρβάρους.
Ο Θοδωρής Αμπαζής, στο σκηνοθετικό του βάπτισμα του πυρός στο αρχαίο δράμα, ξεκίνησε με ένα μεγάλο σύμμαχο. Επέλεξε για την παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ ένα κείμενο που στο εννοιολογικό σκέλος του μίλησε αδιαμεσολάβητα στο σημερινό θεατή, σε αντίθεση με τις περισσότερες φετινές παραστάσεις. Δυστυχώς, οι νεοέλληνες γίναμε Τρωάδες.
Στο καλλιτεχνικό σκέλος, παρ' όλες τις αντιρρήσεις (κυρίως για τον τρόπο εμφάνισης του Μενελάου ως μάτσο γυφτόμαγκα και για την κινησιολογία του Χορού), η πρώτη δοκιμασία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ στην αρχαία τραγωδία υπήρξε νικηφόρα. Εχανε επιμέρους μάχες, ο πόλεμος όμως κερδήθηκε. Απέδωσε την τραγικότητα του κειμένου, την οποία συχνά διάβρωνε για να διεισδύσει μέσα από ρωγμές η ανθρώπινη γελοιότητα. Εκανε καίριες επανερμηνείες των σχέσεων των ηρώων και χειρίστηκε με εντυπωσιακή ευχέρεια το χώρο. Αξιοποίησε κάθε σπιθαμή του αρχαιολογικού μνημείου και του περιβάλλοντός του. Ακόμη και στα δέντρα διαγράφονταν οι σκιές των ηρώων (εξαιρετικοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου).
Ως συνθέτης πραγματικά θριάμβευσε, διατυπώνοντας μια νέα πρόταση όχι μόνο ως προς το ύφος (το σαξόφωνο κατάφερε να το παντρέψει με το μαντολίνο) αλλά και για την όρχηση στο αρχαίο δράμα και τη μίξη πρόζας-ήχου και σύνθεσης. Ακόμη και για τη μουσική εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς.
Μια σκαλωσιά, από αυτές που συναντάμε στα έργα συντήρησης στο κέντρο της ορχήστρας, ήταν η πρώτη εικόνα πριν από την έναρξη. Στο φόντο δεκάδες αναλόγια περίμεναν τους μουσικούς, μαζί με τις δερμάτινες βαλίτσες των προς αναχώρηση ηρωίδων. Ενα τεχνικός απέσυρε τη σκαλωσιά, για να αποκαλυφθεί μια έκπληξη. Ο Ποσειδώνας (ή Δίας) του Αρτεμισίου, σε μορφή νάνου, για την εναρκτήρια σκηνή Ποσειδώνα-Αθηνάς.
Η φωνή του Μιχαήλ Μαρμαρινού ως Ποσειδώνα, στέρεη, άψογη, ρυθμική, συνομίλησε, ηχογραφημένη, με την Κόρα Καρβούνη-Αθηνά, η οποία βρισκόταν στις ψηλότερες κλίμακες του θεάτρου. Τελειώνοντας η στιχομυθία των θεών, υπό το βλέμμα του μικρού Αστυάνακτα, τα μέλη του Ποσειδώνα λύθηκαν και αποκαλύφθηκε ένας γυμνός νεαρός άνδρας. Τότε ακριβώς από το βάθος, σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές της παράστασης, εμφανίστηκε ο «λαός» των μουσικών και του Χορού των Τρωάδων βηματίζοντας προς τη σκηνή, με έναν από τους ωραιότερους αρχέγονους θρήνους που έχουμε ακούσει σε τραγωδία, υπό το ρυθμικό ήχο των ταμπούρλων. Η Ορχήστρα (Νυκτών Εγχόρδων) κατέλαβε τη θέση της, για να μετάσχει στο εξής δυναμικά στη σκηνική δράση ακόμα και με απλούς τονισμούς με έναν ήχο ή τρεις νότες.
Δεν κρυβόταν ότι η βασική ιδιότητα του Αμπαζή είναι αυτή του μουσικού. Κάποιους τους ενόχλησε. Η Ανδρομάχη (επιφανειακή στο ρόλο η Δανάη Σαριδάκη) εμφανίστηκε, για παράδειγμα, τραγουδώντας την πρόζα της. Ο Μενέλαος-Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης κτυπούσε τα δάκτυλα παραγγέλνοντας μουσικό χαλί όταν εκφωνούσε αντιρρυθμικά -πάντως με τρόπο ενοχλητικό- τους στίχους του.
Εντυπωσιακός ήταν ο τρόπος εμφάνισης πίσω από την Ορχήστρα της Ελένης-Κατερίνας Διδασκάλου, η οποία πλησιάζοντας όμως στην Ορχήστρα παραδόθηκε σε φτηνούς ακκισμούς.
Παρ' όλα τα επιμέρους «φάλτσα», από την παράσταση των «Τρωάδων» το κοινό αποχώρησε έχοντας «συνομιλήσει» με τα τραγικά μεγέθη. Η Εκάβη της Αννας Κοκκίνου, ασκήτριας της θεατρικής πράξης, έφερε όλα τα φορτία του αρχετυπικού χαρακτήρα. Πολύ καλή ήταν και η αλλόκοτη Κασσάνδρα της Τζωρτζίνας Δαλιάνη, η οποία παρέπεμπε στην όψη, στη σωματικότητα και στην προφορικότητά της στις τρελές ηρωίδες του Μεσαίωνα και της ευρωπαϊκής δραματουργίας.
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ