Είναι φορές που το θέατρο σου γεννάει το αίσθημα του κατεπείγοντος. Μεγάλη υπόθεση για ένα έργο τέχνης να αφουγκράζεται με τέτοια συνέπεια την πραγματικότητα που, λίγο αργότερα, βγαίνοντας στο δρόμο, θα σε πιάσει από το λαιμό και θα σε αναγκάσει να καταναλώσεις κάθε απόθεμα οξυγόνου που έχεις μέσα στους πνεύμονές σου. Κι είναι εξίσου μεγάλη υπόθεση, ούσα καθηλωμένη σε μια καρέκλα θεατρικής πλατείας, να σου δημιουργείται η ανάγκη να θέλεις να το βάλεις στα πόδια, να το σκάσεις ακόμα κι από τον εαυτό σου, τον, έστω και οριακά, συμμέτοχο στον εφιάλτη μιας κοινωνίας που παλαιότερα θα καταδίκαζες με απερίφραστη πυγμή.
Με αυτό το «φορτίο» ή καλύτερα με αυτό το συνειδησιακό κληροδότημα φεύγεις από τη σκηνή του «Θησείον» όπου και φέτος, για λίγες παραστάσεις ανεβαίνουν σε συνέργεια δύο μονόπρακτα με τον κοινό τίτλο «Ξένος» - Αόρατη Όλγα και Αούστρας ή Η Αγριάδα των Γιάννη Τσίρου και Λένας Κιτσοπούλου, αντίστοιχα.
Θα ήταν αδόκιμο να περιορίσεις όλον αυτό τον πλούτο μέσα στη φορτισμένη και κακοποιημένη έννοια της «επικαιρότητας». Ετσι κι αλλιώς, παρακολουθώντας αυτή την παράσταση (τα κείμενα γράφτηκαν πριν από τρία χρόνια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου) αντιλαμβάνεσαι σε σημεία ότι η τέχνη έχει... εφεύρει τη ζωή, την έχει προβλέψει πριν καν η ζωή μάς αναφερθεί με γεγονότα και με πράξεις.
Και το πρώτο έργο, η «Αόρατη Ολγα» του Γιάννη Τσίρου είναι αυτό ακριβώς: μια γνήσια φέτα ζωής. Ένα «αόρατο» μονόστηλο στο αστυνομικό ρεπορτάζ κάποιας εφημερίδας, ένας χαμένος, ανάμεσα στους χιλιάδες φακέλους που εξετάστηκαν στην Ευελπίδων και ο οποίος χάρη στη ρεαλιστική γραφή και τη μεγεθυντική ευαισθησία του συγγραφέα του μορφώνεται σε θέατρο-ντοκουμέντο και κάνει το αόρατο θύμα μαστροπείας ορατό στα μάτια σου, τόσο ώστε στο τέλος η εικόνα του μπορεί να σε τυφλώσει.
Ο ντοκιμαντερίστικος κι ελλειπτικός ρυθμός στη σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη επιβάλλει στον θεατή μια εγρήγορση που εξελίσσεται περισσότερο σε βιωματική κατάσταση παρά σε παρακολούθηση παράστασης. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η, βραβευμένη για την ερμηνεία της, Λένα Παπαληγούρα - ως μια κατατρεγμένη νεαρή μετανάστρια που εκδίδεται από τον «ιδιοκτήτη» της συστηματικά και παρά τη θέλησή της - διατρέχει με τρομερή ακρίβεια και χωρίς ίχνος μελοδραματισμού τις μεταπτώσεις της ηρωίδας της: από τον φόβο και την απελπισία, στην παραίτηση, στη χαμένη ελπίδα και τελικά σε μια μάταιη επανάσταση. «Αυτό το παράθυρο δεν άνοιξε ποτέ» λέει ως Ολγα, ή Τατιάνα, ή Σύλβια, αυτό το πλάσμα χωρίς όνομα και ταυτότητα που σκοντάφτει επίμονα στο σκοτάδι γύρω της.
Κι αν στην «Αόρατη Ολγα» η Λένα Παπαληγούρα σηκώνει στους μικρούς της ώμους το βάρος μιας συνταρακτικής ερμηνείας, στο «Αούστρας ή Η Αγριάδα» της Λένας Κιτσοπούλου το μοιράζεται με την εξαιρετική ομάδα συμπρωταγωνιστών της: τον Γρηγόρη Γαλάτη, τον Βασίλη Καραμπούλα και τον Γιώργη Τσουρή. Τα υλικά που καλούνται να διαχειριστούν εξάλλου, είναι σχεδόν τα ίδια. Εδώ η αιρετική, ωμή γλώσσα της Κιτσοπούλου αναμετριέται με το νεφέλωμα της μισαλλοδοξίας μέσα από μια ιστορία τριών νεαρών Ελλήνων που, καθώς ξεχειλίζουν από αποστροφή για καθετί μη ελληνικό, οδηγούνται στο φόνο ενός τουρίστα. Ένα νεοφασιστικό κρεσέντο με τα γελοία επιχειρήματα του οποίου τη μια στιγμή γελάς και την επόμενη τρομάζεις με το ίδιο σου το γέλιο. Γελάς όταν ο νωθρός Ελληνάρας του Βασίλη Καραμπούλα αναφωνεί – κομπάζοντας προκλητικά για την άγνοιά του - «Η Ακρόπολη είναι γαμώ τα κτήρια» μα τρομάζεις όταν τον βλέπεις να υπερασπίζεται αυτή την κενόδοξη ελληνολατρία με τυφλή βία.
Η ανυπακοή (εξεζητημένο ύφος για κάποιους) της Λένας Κιτσοπούλου σε οποιαδήποτε «καθωσπρέπει» δραματουργική φόρμα μέσα από εξάρσεις σαρκασμού, αυτοσαρκασμού, υστερίας και παραληρήματος, η αναπαραγωγή κάθε αφόρητου κλισέ για τον Έλληνα και τον Ξένο αναγκάζει τους ηθοποιούς να κινηθούν στα άκρα – ομολογουμένως με φοβερή ισορροπία χάρη και στην ορμητική σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού.
Ομως, όπως και στο κείμενο του Γιάννη Τσίρου, έτσι και σε αυτό της Λένας Κιτσοπούλου η ιδεολογική θέση είναι σαφής αν και δεν διατυπώνεται με τρόπο ασφυκτικό. Το είπαμε και νωρίτερα, ότι σε πνίγει το συναντάς στην έξοδο του θεάτρου.
Στέλλα Χαραμή