Αξιέπαινη η πρωτοβουλία του Τέχνης,
δυστυχώς όμως δεν πρόκειται για περίπτωση ανάλογη του «Ξένου» του Εθνικού.
Ο Αλέξης Σταμάτης και οι αδελφοί Κούφαλη είναι οι πρώτοι συγγραφείς που ανέλαβαν να ετοιμάσουν για λογαριασμό του «Θεάτρου Τέχνης» από ένα μονόπρακτο εμπνευσμένο από τη σημερινή συνθήκη. Τη Δευτέρα το βράδυ, τα συγγραφικά τους πονήματα ζωντάνεψαν μέσα στο ιστορικό «Υπόγειο» μπροστά σε ένα κοινό αποτελούμενο κυρίως από συγγραφείς, καλλιτέχνες, ανθρώπους του πολιτισμού και σπουδαστές θεάτρου. Μέσα στον χώρο αυτό ο Κάρολος Κουν φρόντισε να αναδείξει και να προβάλλει συστηματικά το νέο ελληνικό έργο. Και η μακρά λίστα των παραστάσεων που διαβάζουμε στο πρόγραμμα λίγο πριν ακουστεί και το τρίτο κουδούνι, μας δίνει μια κατατοπιστική εικόνα.
Με μόνο ζητούμενο, λοιπόν, ένα έργο διάρκειας 60 λεπτών που θα είναι εμπνευσμένο από τη γύρω πραγματικότητα, ο Αλέξης Σταμάτης με το «Μεσάνυχτα σ’ έναν τέλειο κόσμο» θέλησε να μιλήσει για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας, βάζοντάς μας στο εργαστήρι του δημιουργού. Στο σπίτι, δηλαδή, όπου ζει απομονωμένος ένας θεατρικός συγγραφέας πασχίζοντας να βρει υλικό για το νέο του έργο, παλεύοντας με τις εμμονές του, σκαλίζοντας τελικά τις πιο προβληματικές περιοχές της ζωής του κι εν τέλει ερχόμενος αντιμέτωπος με το πιο βαθύ του τραύμα. Ο Νίκος Αρβανίτης μπορεί να μην κάνει την υπέρβαση, ανταπεξέρχεται όμως σε αυτόν τον ερμηνευτικό άθλο με χαρακτηριστική άνεση κι ευκολία. Ενώ, η σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη δίνει παλμό, ενέργεια και ζωντανεύει όσο το δυνατόν περισσότερο, αυτό το ιδιαίτερα εσωτερικό, περιγραφικό και αρκετά λογοτεχνικής υφής κείμενο.
Η σύγχρονη πραγματικότητα στο «Μεσάνυχτα σ’ έναν τέλειο κόσμο» εισέρχεται μέσα από το παράθυρο που δεσπόζει στον σκηνικό χώρο, και από το οποίο ο παραιτημένος από τη ζωή δημιουργός παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω του και αντλεί υλικό για τη μυθοπλασία του. Ενώ, ταυτόχρονα, τα σημερινά υπαρξιακά αδιέξοδα των κατοίκων της Αθήνας αντικατοπτρίζονται μέσα από τις προσωπικές του εμμονές.
Αντίθετα, το έργο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, «Όλη η πόλη το κουβεντιάζει», μοιάζει να απασχολεί από μια ευρύτερη γκάμα θεμάτων: από το εργασιακό, το μεταναστευτικό, το οικολογικό και το ταξικό έως το ζήτημα της δημοκρατίας και των κοινωνικών εξεγέρσεων. Έχω την αίσθηση πως οι δύο συγγραφείς στην ανάγκη τους να μιλήσουν για όσο το δυνατόν περισσότερα από τα ζητήματα που μας «καίνε» σήμερα, έχασαν το κέντρο βάρους του έργου. Οι συνεχείς ανατροπές μοιάζουν τελικά προβλέψιμες. Η σκηνοθεσία του Θόδωρου Γράμψα μοιάζει διεκπεραιωτική και από την ομάδα των ηθοποιών (Λουκία Πιστιόλα, Αυγουστίνος Κούμολος και Νίκος Αρβανίτης) ξεχωρίζει η Ιωάννα Κανελλοπούλου που έντιμα προσπαθεί να δώσει βάθος στην ερμηνεία της.
Το σίγουρο είναι πως χρειάζεται κίνητρο για να γραφτεί νέο ελληνικό έργο. Και είναι ανάγκη να ανεβαίνει «εν θερμώ» και όχι να μένει στο συρτάρι για χρόνια. Γι’ αυτό και η φετινή πρωτοβουλία του Θεάτρου Τέχνης είναι αξιέπαινη και αξίζει υποστήριξης. Μια αντίστοιχη παραγγελία, του Εθνικού Θεάτρου λίγα χρόνια πριν είχε οδηγήσει στην δημιουργία δύο πολύ σημαντικών, κατά την άποψή μου, νέων ελληνικών έργων. Αναφέρομαι, βεβαίως, στο «Άουστρας ή η Αγριάδα» και την «Αόρατη Όλγα» που αυτές τις μέρες επαναλαμβάνονται από ιδιωτικό θέατρο. Δυστυχώς, στην περίπτωση του Θεάτρου Τέχνης δεν φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα.