Οι «Αλεπούδες» της Ντον Κινγκ
–που ανεβαίνουν σε πανελλήνια πρώτη από την ομάδα «Νάμα»- δεν είναι ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο. Είναι, όμως, ένα κείμενο που χωράει πολιτικές ερμηνείες, που κινείται στα όρια της παραβολής, αλλά εντέλει εγκαθίσταται στις πιο μύχιες υπαρξιακές μας θέσεις: στη νομοτέλεια να ζούμε υπό το βάρος μιας ιδέας ή ενός φόβου, ακόμα περισσότερο μιας απειλής κι αυτό όσο παράλογο κι αν είναι να καθορίζει καταλυτικά την εκάστοτε πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι «Αλεπούδες» έχουν την προοπτική να εμφανιστούν ανθεκτικές στο χρόνο, φέροντας κάποιες από τις αξίες ενός κλασικού έργου.
Η Ελένη Σκότη, βέβαια, το παραλαμβάνει νεόκοπο, μόλις δύο χρόνια μετά το παρθενικό του ανέβασμα στη Βρετανία και πριν προλάβει να αφήσει τα ίχνη του στη διεθνή δραματουργία. Αυτό της δίνει την ευχέρεια να κάνει μια προσωπικού ύφους ανάγνωση -ενταγμένη στις μινιμαλιστικές και σκοτεινές σκηνοθεσίες των ΝΑΜΑ- και το σημαντικότερο να δώσει το δικαίωμα για ατομικές αναγωγές σε αυτό που ο καθένας ονομάζει «απειλή», «εχθρό», «μόλυνση», «πανούκλα» (έννοιες που διαπραγματεύεται το κείμενο). Πόσω μάλλον δε, όταν η πλοκή της Κινγκ τοποθετείται στη, σπαρασσόμενη από φτώχεια, επαρχία μιας χώρας που υποφέρει κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Επίφαση της δράσης του είναι ο αγώνας εξόντωσης των αλεπούδων τις οποίες έχει αναγορεύσει σε θανάσιμο εχθρό του τόπου και των ανθρώπων του.
Οι αναλογίες με τα συμπτώματα κάθε κοινωνίας σε κρίση είναι πέρα από προφανείς, αν και η παράσταση του «Επί Κολωνώ» δεν επιλέγει τον εύκολο δρόμο της επικαιροποίησης. Η, επί σκηνής, ατμόσφαιρα θυμίζει έναν άχρονο οργουελικό εφιάλτη, εμβολιασμένο από μια χιτσκοκική ατμόσφαιρα όπου το κακό δεν ονομάζεται και δεν απαντάται - παρά μόνον υπονοείται και μάταια διώκεται.
Η Σκότη με «νηφάλιους» χειρισμούς (αυτή η επιλογή κοστίζει στο νεύρο και τις εξάρσεις που χρειάζεται ένα τέτοιο έργο) οδηγεί τους ηθοποιούς της σε μια ρεαλιστική εξερεύνηση προκειμένου να αποδώσουν όλα εκείνα τα «πρόσωπα» του ανθρώπου που κατοικείται από το φάντασμα της αόρατης απειλής. Η απόγνωση, ο πανικός, ο ακραίος παραλογισμός, ο στρουθοκαμηλισμός, η δαιμονοποίηση, ο φανατισμός, η αποξένωση, η συναισθηματική αποχυμοποίηση γίνονται ρυτίδες στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της, που συχνά σε πείθουν για την αλήθεια τους.
Η Ιωάννα Παππά –για πρώτη φορά στους κόλπους της ομάδας ΝΑΜΑ– ενσωματώνεται πλήρως στα νέα δεδομένα, εντυπωσιάζοντας με την εξέλιξή της. Εσωτερική, γήινη κι άλλοτε δυναμική σκιαγραφεί το πορτρέτο της αγρότισσας που περνάει από τον εξονυχιστικό έλεγχο του απεσταλμένου του καθεστώτος, σαν καταδικασμένη να επιβιώσει και στην πιο απάνθρωπη συνθήκη. Στο ίδιο κλίμα, ο εξασκημένος στις απαιτήσεις της ομάδας Δημήτρης Λάλος είναι αυτό που χρειάζεται ο ρόλος του αγρότη-συζύγου: τραχύς, αυστηρός, τυφλωμένος από δίψα για εκδίκηση, χειραγωγημένος από την εξουσία και τους μηχανισμούς της. Οι δυο τους συνθέτουν ένα ζευγάρι σε πλήρη αρμονία και αναδεικνύονται, χωρίς αμφιβολία, στο καλύτερο «χαρτί» της παράστασης.
Στον κομβικό ρόλο του ανιχνευτή-κυνηγού αλεπουδίσιων κεφαλών, ο κλήρος έπεσε στον, σχετικά άπειρο, Χάρη Χιώτη που λόγω προβλήματος αντικατάστασης είχε στη διάθεσή του λιγότερο από ένα μήνα για να προετοιμαστεί. Δυστυχώς αυτό δεν περνάει απαρατήρητο στο αποτέλεσμα της παράστασης, της οποίας είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, αν και καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες υποβοηθούμενος και από την γκροτέσκα φυσιογνωμία του.
Εύστοχη και η Ιωάννα Κολλιοπούλου –είχε δώσει μια πολύ καλή ερμηνεία στη «Νίκη» του Εθνικού πριν από δύο χρόνια και εκτιμούμε ότι θα μας απασχολήσει στο μέλλον- στο ρόλο της γειτόνισσας των κεντρικών ηρώων.
Αν και με καινούργιες παρουσίες, είναι καθαρή η κοινή γραμμή της ομάδας μία, έτσι κι αλλιώς, πολύτιμη συνθήκη για το θέατρο και την εποχή μας.
Στέλλα Χαραμή