Τη σκηνή του θεάτρου «Αγγέλων Βήμα» έχει κατακλύσει πλήθος από πανομοιότυπες ξανθιές πλαστικές κουκλίτσες. Στην άκρη δεξιά ένα ζευγάρι κόκκινες ψηλοτάκουνες γόβες λούζονται σε έντονο φως, λίγο πριν σβήσουν τα φώτα και εμφανιστεί η ερμηνεύτρια.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου για την υπόλοιπη μιάμιση ώρα θα καταθέσει ενώπιόν μας μια από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες της σεζόν αποδίδοντας τον σκληρό και σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο του Γιάννη Κοντραφούρη «Όταν η Marilyn Monroe μένει μόνη της».
Ο τίτλος του έργου επαναλαμβάνεται τακτικά. Είναι η εισαγωγή σε κάθε νέα φράση της ηρωίδας στο πρώτο τουλάχιστον μέρος, όπου κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη αφήγηση. «Όταν η Μέριλιν Μονρό μένει μόνη της, βρίζει την υπηρέτριά της. Την υπηρέτριά της που έχει σχολάσει, την υπηρέτριά της που την πληρώνει για να κάνει υπερωρίες χωρίς λόγο. Απλά και μόνο για να μην σχολάει. Όταν η Μέριλιν Μονρό μένει μόνη της και παύει να βρίζει την υπηρέτριά της, κλαίει».
Με αυτά τα λόγια ξεκινά το σπαρακτικό κείμενο που -αν και διαθέτει βιογραφικά στοιχεία- σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια συμβατική βιογραφία του δημοφιλούς συμβόλου του σεξ που λάτρεψε η μεγάλη οθόνη.
Με αφορμή την Μέριλιν, ο πρόωρα χαμένος αιρετικός συγγραφέας μάς καλεί να δούμε τη συντριβή ενός μυθικού προσώπου που στροβιλίζεται στη δίνη της υπερέκθεσης, ένα πρόσωπο συνώνυμο της κατάθλιψης, της μοναξιάς, της σκοτείνιας και του προδιαγεγραμμένου τέλους. Παρακολουθούμε την κραυγή μιας λεηλατημένης γυναίκας που αποχαιρετά μια για πάντα την αθωότητα και διαλύεται προσπαθώντας να ζήσει τη ζωή που οι άλλοι της όρισαν. Μια βαθιά τραγική ηρωίδα.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου έχοντας ήδη αναμετρηθεί με ένα έργο του Γιάννη Κοντραφούρη, το «Στεφάνι» που ανέβασε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος το 1999 στο «Άττις», δόθηκε ολόψυχα στο κείμενο, ακολουθώντας αυτή τη φορά τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ίριδας Χατζηαντωνίου. Η ώριμη και ασκημένη ηθοποιός επιστρατεύει εδώ όλα τα υποκριτικά της μέσα και ξεδιπλώνει το τεράστιο ερμηνευτικό εύρος της. Το σώμα της ολόκληρο γίνεται φορέας του νοήματος του κειμένου και οι θεατές μένουμε εκστατικοί να την παρακολουθούμε σχεδόν με την απόλαυση που προσφέρει ένα εικαστικό θέαμα.
Φεύγοντας από την παράσταση, νιώθει κανείς πως έχει μόλις παρακολουθήσει υψηλή τέχνη, ενώ παράλληλα παίρνει μαζί του τροφή για προβληματισμό (σε σχέση με τα καταναλωτικά πρότυπα που μας επιβάλλονται και που μας κάνουν εν τέλει να ζούμε όχι τη ζωή που επιθυμούμε, αλλά εκείνη που οι επιταγές της μόδας μάς προστάζουν). Σίγουρα, μια από τις στιγμές της σεζόν που κρατάμε.
Έλενα Γαλανοπούλου