Είναι τόσο παρήγορο κι ελπιδοφόρο να διαπιστώνεις πως κάποιες πειραματικές ομάδες θεάτρου συνεχίζουν την κοπιώδη εργασία τους, επιχειρώντας να ανανεώσουν το περιεχόμενο γνωστών έργων της λογοτεχνίας μας και να προσφέρουν νέες δυνατότητες πρόσληψής τους στο κοινό σήμερα. και παράλληλα, να αναζητούν καινούργιες φόρμες που να εμπλέκουν όλα σχεδόν τα είδη παραστατικών τεχνών. Είναι με άλλα λόγια όμορφο να βλέπεις πως νέοι καλλιτέχνες με ταλέντο και ενθουσιασμό δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια, αλλά ενώνουν τις ατομικές τους δυνάμεις πασχίζοντας να αρθρώσουν συλλογικά μια διαφορετική πρόταση.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το «Mockob Selim C» που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες (κάθε Πέμπτη και Παρασκευή έως 20 Δεκεμβρίου στο «Βυρσοδεψείο»). Πρόκειται για την τρίτη ματιά της ομάδας «όχι παίζουμε» πάνω στο γνωστό διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, έπειτα από πέντε χρόνια ενασχόλησης με το κείμενο.
Στον βιομηχανικής αισθητικής απόκοσμο χώρο του «Βυρσοδεψείου» το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα φαίνεται πως έχει βρει τον ιδανικό του χώρο. Ένας χωμάτινος κύκλος, μια σημαία και ένα κάρο-κρεβάτι φορτωμένο με αντικείμενα δίνουν την αίσθηση ενός πρόχειρα στημένου θεάματος περιοδεύοντος θιάσου- τσίρκου. Μιας και η σκηνοθεσία των Γιώργου Σαχίνη και Ειρήνης Αλεξίου ήθελε αυτή η τρίτη ανάγνωση να μεταφέρει τη δράση μέσα σε ένα τσίρκο στο οποίο ο περιφρονημένος γιος, στην προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια του πατέρα του, γίνεται ο ίδιος ένα περιφερόμενο φρικιό.
Ο Γιώργος Φριντζήλας στον ομώνυμο χαρακτήρα και η Τζίνα Θλιβέρη που ως Τζόκερ επωμίζεται και όλους τους υπόλοιπους ρόλους του διηγήματος, σηκώνουν στους ώμους τους ένα πολύ βαρύ φορτίο και ξεδιπλώνουν όλο το ερμηνευτικό τους ταλέντο αγγίζοντας τα σωματικά τους όρια. Ως και κρεμασμένος ανάποδα σε ακροβατικά πανιά καλείται να ερμηνεύσει μέρος του κειμένου που βρίσκεται στην καθαρεύουσα ο ασκημένος πρωταγωνιστής (εκπαιδευμένος από την Χριστίνα Σουγιουλτζή) και τα καταφέρνει επάξια. Κατά τα άλλα η εξουθενωτική κινησιολογία (χορογραφίες Ειρήνη Αλεξίου), καθώς επίσης και η επεξεργασία που έχει γίνει στο κείμενο αφήνουν πολλά κενά στους θεατές.
Συνολικά η παράσταση δεν βοηθά στην κατανόηση του κειμένου, ούτε στην πρόσληψη του νοήματος, ενώ -πέρα από τον αρχικό εντυπωσιασμό και ξάφνιασμα- η πρόταση δεν καταφέρνει να μας πείσει για τη σκηνοθετική αναγκαιότητα που υπαγόρευσε τη μεταφορά του στον κόσμο του τσίρκου. Παραμένει ως το τέλος μια επιλογή μετέωρη και εν πολλοίς αδικαιολόγητη.
Πρόκειται βεβαίως για μια πειραματική πρόταση και, εάν κάτι θαυμάζουμε περισσότερο σε αυτήν, είναι εν τέλει η υψηλή αισθητική της, ιδίως στο εικαστικό της σκέλος και οι ενδιαφέρουσες ερμηνείες των δύο performers.
Έλενα Γαλανοπούλου