«Ολη η πόλη το κουβεντιάζει» * Σκηνοθεσία: Θόδωρος Γράψας. Θέτρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» - Υπόγειο.
Οι νέας γενιάς, εκ Καβάλας ορμώμενοι, δημιουργοί με το ιδιόμορφο συγγραφικό στίγμα αλιεύουν στο πρόσφατο έργο τους από την επικαιρότητα για να δημιουργήσουν υπερλογικές καταστάσεις. Η πραγματικότητα, με το μεταναστευτικό, τους αναρχικούς, τα επεισόδια των τελευταίων χρόνων, το διάχυτο, συχνά καθοδηγούμενο, φόβο των νοικοκυραίων διογκώνεται, ενώ η οπτική αντιστρέφεται και υποκειμενοποιείται σε ένα μεγαλοαστικό ζευγάρι με εμφανή φασίζουσα νοοτροπία που αναλαμβάνει, στο βαθμό που του αναλογεί, να ενεργήσει με τον τρόπο του σε εκκαθαρίσεις όλων των «παρασίτων».
Ενώ έξω μαίνονται ταραχές, δολοφονίες και εκκαθαρίσεις από έφιππους δραγόνους, στο εσωτερικό, μέσα από περίτεχνες διαπλεκόμενες ιστορίες με αφορμή δύο νέους-υποψήφιους υπαλλήλους, εξασφαλίζεται, εν μέσω σαρκασμού, η αναγκαία διαδοχή των δράσεων και της ιδεολογίας τους με την απόκτηση «απογόνων».
Το έργο των Κούφαλη απαιτεί υποκριτική αποστασιοποίηση από την οποία θα πηγάζει η άκρατη ειρωνεία αναμεμειγμένη με συμπεριφορές και τρόπους καλής κοινωνίας: τα όσα φρικαλέα συμβαίνουν προκύπτουν για το ζεύγος της επιχειρηματία και του μεγαλογιατρού ως κάτι το φυσικό, που ελάχιστα τους απασχολεί, ενώ οι μεταξύ τους μικρο-διενέξεις δεν μπορούν να ξεφεύγουν από τους επίπλαστους καλούς τρόπους. Το ίδιο και οι αντιπαραθέσεις τους με τους δύο εικοσάχρονους.
Κραυγαλέα υποκριτική
Στην παράσταση που είδα, σε ένα αδιάφορο σκηνικό της Κατερίνας Σωτηρίου, οι τέσσερις ηθοποιοί φαίνεται πως διδάχτηκαν να κραυγάζουν καταβαραθρώνοντας την ουσία του έργου. Και αν η Λουκία Πιστιόλα είχε κάποιες στιγμές απόστασης και σαρκασμού, ο Νίκος Αρβανίτης ωρυόταν σε υψηλά ντεσιμπέλ ώστε να μην ακούγονται ούτε τα λόγια του. Οι νεαροί Αυγουστίνος Κούμουλος και Ιωάννα Κανελλοπούλου υιοθέτησαν παλαιάς κοπής ρεαλισμό, που η απειρία τους τον καθιστούσε ερασιτεχνισμό.
Η όλη ένταση, οι συχνά αψυχολόγητες σκηνικές βιαιότητες, η σκηνική παραποίηση των σχέσεων των προσώπων μέσω των χειρονομιών και των παραγλωσσικών σημείων (όπως η αναιτιολόγητη στο ύφος της «ερωτική» σκηνή των δύο νέων) στραγγάλιζαν το κείμενο και τις λεπτές εναλλαγές του, τη βαθιά μαύρη ειρωνεία του, το σκοτεινό της παράλογης κατάστασης, το κριτικό του βλέμμα πάνω στη βαθύτερη ουσία της φασιστικής νοοτροπίας.
Μικρή ανάσα οι μουσικές επιλογές του Λεωνίδα Μαριδάκη, που υπέσκαπταν δειλά το ρεαλιστικό κέλυφος της παράστασης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗΣ