Ο δημιουργός που έχει μελετήσει με τον υψηλότερο δείκτη συνέπειας την ελληνική ιδιοσυγκρασία για πάνω από τρεις δεκαετίες, φτάνει στο αποκορύφωμά του με αυτή την παράσταση.
Κατάμεστο το «Βρετάνια» χειροκροτεί ρυθμικά έναν λαϊκό ήρωα. Πώς αλλιώς να αντιμετωπίσεις έναν πρωταγωνιστή που έχεις μάθει να αποκαλείς μόνο με το μικρό του όνομα, που στην ποδιά της διάτρητης φουστανέλας του ξεκουράζονται και η ελληνική λαϊκότητα και η ελληνική ψυχή;
Ο Λάκης Λαζόπουλος –ο Λάκης–, ο δημιουργός που έχει μελετήσει με τον υψηλότερο δείκτη συνέπειας την ελληνική ιδιοσυγκρασία για πάνω από τρεις δεκαετίες, φτάνει στο αποκορύφωμά του με το «Sorry, Ι’m Greek». Και για να εξηγούμαστε – το διευκρινίζει εξάλλου και ο ίδιος στο σημείωμά του για την παράσταση – η ακριβής μετάφραση δεν απολογείται ζητώντας «συγγνώμη που είμαι Έλληνας» απλώς ξεκαθαρίζει: «Συγγνώμη. Είμαι Έλληνας».
Αυτή την πολυδιάστατη εθνική ταυτότητα, την κατακερματισμένη, την τσαλαπατημένη μέσα στα χρόνια, τις δοκιμασίες, τους ρεβανσισμούς και τη διαφθορά παρουσιάζει ανάγλυφα και πολύ γλαφυρά. Χωρίς να τη θωπεύει ή να την καθησυχάζει. Οχι. Θέλει να την ψηλαφίσει, να την αποδομήσει σατιρικά και στο τέλος να την κατανοήσει ή ακόμα και να τη συγχωρήσει.
Φαίνεται πως ο Λαζόπουλος έφτασε στο «Sorry, Ι'm Greek» ωθούμενος από το ανελέητο μαστίγωμα και το αυτομαστίγωμα στο οποίο υποβάλλεται ο Έλληνας στην εποχή της κρίσης. Καθόλου τυχαίο που η παράσταση διέτρεξε την κεντρική Ευρώπη περιοδεύοντας – και αποθεώθηκε από τη μαζικότατη ανταπόκριση του πληθυσμού της Ομογένειας.
Καθόλου τυχαία και η πρώτη εμφάνιση του Λάκη Λαζόπουλου στη σκηνή, μπροστά σ’ ένα σκηνικό αμάλγαμα -κάτι ανάμεσα σε ένα ερειπωμένο αρχαίο μνημείο και μια μισογκρεμισμένη παράγκα– ενδεδυμένος σε τσολιά, παραδοσιακό σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας. Βέβαια, ο τσολιάς του Λαζόπουλου δεν διστάζει να συρθεί (σαν άλλος Καραγκιόζης) με τα κουρέλια της φουστανέλας του στις λασπωμένες λακκούβες της πρόσφατης ιστορίας. Και μέσα από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη να γίνει παρατηρητής του παρόντος και του παρελθόντος μας. «Θυμώνω που είμαι ακίνητος στην Ιστορία. Είμαστε κουρέλια της Ιστορίας» παραδέχεται κι αρχίζει να υφαίνει με λεπτές κλωστές την κουρελού της κοινωνίας μας.
Επιλέγει φιγούρες χαρακτηριστικές και αντιπροσωπευτικές, γκροτέσκες αλλά και αυθεντικές, που μέσα στην υπερβολή τους διαβάζουν τα πρόσωπα του Ελληνα. Είναι η συντηρητική χήρα Μήτση που ντροπιασμένη τρέχει στη Γερμανία για να ζητήσει δανεικά από την εξαδέλφη της και να βρεθεί τελικά σε μετωπική σύγκρουση με τη γερμανική κουλτούρα. Είναι ο βυσματούχος σουβλατζής της Ζαχάρως που ξαφνικά διορίζεται πυροσβέστης όταν ξεσπάει η καταστροφική φωτιά του 2007, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος που λαδώνεται από νονούς της νύχτας γιατί «δεν μπορεί να ζήσει με το μπουρμπουάρ που του δίνει ο Δένδιας»• είναι ο Τζίμης που στο παράλληλο σύμπαν του ξεκινάει επανάσταση από τη Μύκονο, είναι ο δημόσιος υπάλληλος που μετά από την κατάχρηση χρημάτων σε δημόσια υπηρεσία της Καλλιθέας και τη μεγάλη ζωή με τα κλεμμένα, στρέφεται στον ασκητισμό. Είναι ο γραφικός μεγαλοεργολάβος που διασκεδάζει στα μπουζούκια φωνάζοντας πως το «χρήμα είναι μαύρο για να το βλέπει το σκοτάδι και να το σέβεται». Κι είναι τέλος, ο άγρυπνος κι απλήρωτος υπαλληλάκος που στον παροξυσμό της αϋπνίας και της υπαρξιακής αγωνίας του παλεύει με τη νοσταλγία του καλού ελληνικού παρελθόντος και τη δήθεν ευρωπαϊκή του υπόσταση. Είναι ο Ελληνας «που νιώθει και δεν νιώθει, γελάει και δεν γελάει, που θέλει να τα σπάσει, αλλά ο φόβος τον κρατάει».
Όλα αυτά τα κομμάτια στο πολύχρωμο παζλ της αποπροσανατολισμένης ελληνικής πραγματικότητας παίρνουν χαρακτήρα ευθύβολο, ανήσυχο, αληθινό χάρη στην απόλυτα προσωπική ματιά, το πηγαίο ταλέντο και την αστείρευτη ενέργεια του Λάκη Λαζόπουλου• που λες κι ενσωματώνει στο κορμί και στο μυαλό του όλες τις νευρώσεις του Έλληνα. Του ανθρώπου που όσο κι αν καταποντίζεται, όσο κι αν καταγγέλλει τους διαφθορείς της ζωής του, δεν σταματάει να τραγουδάει και να ανοίγει διάπλατα τα χέρια, έτοιμος να πετάξει. «Το τραγούδι και ο στίχος είναι το κλαδί που πιάνεσαι για να σηκωθείς» υπενθυμίζει ο πρωταγωνιστής και σπέρνει την παράσταση με διασκευασμένες μεγάλες επιτυχίες που υποστηρίζουν κι εκείνο που ο ίδιος ξέρει πολύ καλά: να μιλάει απευθείας στο συναίσθημα, στην ελληνική καρδιά.
Στελλα Χαραμή