Φοιτηταριό παντού. Ο νεαρόκοσμος που διακρίνεται στο ημίφως να περικυκλώνει τη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη», δηλώνει πως εδώ κάτι συμβαίνει. Η δυστοπία του Άντονι Μπέρτζες, το «Κουρδιστό πορτοκάλι» έχει ξαφνικά, μέσα σε μια πλατεία θεάτρου, κατασκευάσει ένα κάδρο ελπίδας από το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας.
Ο πιτσιρικάς - θεατής - με το αιχμάλωτο βλέμμα από έναν άλλο πιτσιρικά, ένα διαταραγμένο χούλιγκαν που βρίσκει ηδονή στις πιο ακραίες πράξεις βίας, εισπράττεται σαν μια δήλωση απόρριψης για την αμείλικτη εποχή μας. Γιατί η ιστορία του Άλεξ, αυτής της διαβρωμένης, από τη βαρβαρότητα, ψυχής δεν αναπαράγει τη βία σαν θεαματική κατάσταση αλλά την πατερναλίζει για να την αποδομήσει αμέσως μετά, να την αποκαθηλώσει, ακόμα και να σατιρίσει τη χυδαιότητά της.
Το μυθιστόρημα του Μπέρτζες, από τα επιδραστικότερα και πιο αμφιλεγόμενα φιλμ της δεκαετίας του '70 στα χέρια του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (που μετεγγράφηκε από τον ίδιο το συγγραφέα για το θέατρο) δεν είναι παρά μια σουρεαλιστική ανάγνωση πάνω σε ένα εφιαλτικά ρεαλιστικό κοινωνικό θέμα. Η διαδρομή του Αλεξ, ως αρχηγού συμμορίας, από τα αποτρόπαια εγκλήματα στους δρόμους του Λονδίνου μέχρι τη σύλληψή του από το ολοκληρωτικό καθεστώς και τη νομιμοποίηση του βίαιου ενστίκτου του από αυτό (τον χρησιμοποιούν ως πειραματόζωο στο πλαίσιο ενός κυβερνητικού σχεδίου), συνδιαλέγεται μοιραία με τη διάχυτη βία των ημερών.
Βέβαια, τα ερωτήματα αν η βία μπορεί να διαγραφεί από το ανθρώπινο κύτταρο, αν είναι επιλογή ή ακραία ελευθερία, αν η βία είναι ο τροχός που κάνει τη Γη να γυρίζει και την Ιστορία να κάνει κύκλους, την κοινωνία και την πολιτική να τρέφεται από αυτήν κι όχι να την αποστρέφεται, ανοίγουν το πεδίο του «Κουρδιστού πορτοκαλιού» σε ένα έργο με υπαρξιακές, φιλοσοφικές και πολιτικές διαστάσεις. «Αυτός είναι ο κόσμος, άρρωστος, θανάσιμα άρρωστος» υπενθυμίζει ο δρ. Μπρόνσκι, ο επικεφαλής του πειράματος που επιχειρεί να καταστείλει το νοσηρό ένστικτο στο μυαλό του Άλεξ.
Όλο αυτό, λοιπόν, το δραματουργικό υλικό διαχειρίζεται η παράσταση του Γιάννη Κακλέα με συναίσθηση ευθύνης – όχι μόνο ως προς τη μυθολογία του έργου, αλλά κυρίως ως προς την αναφορά της σ’ ένα αναπάντητο ερώτημα. Η λύση της σωματικής δράσης, στα όρια της χορογραφίας - που φέρει την υπογραφή των ηθοποιών Άρη Σερβετάλη και Δρόσου Σκώτη σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη τους - αποδεικνύεται σχεδόν ιδανική. Μέσα από μια μεγάλη κινησιολογική παλέτα, οι εκρήξεις βίας δεν αναπαρίστανται με τον αναμενόμενο τρόπο (μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση της αργής κίνησης) αποφεύγοντας την παγίδα του φτηνού τρικ και προσδίδοντας μια κόμικ αισθητική. Οι ηθοποιοί της παράστασης με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη ανταποκρίνονται επάξια σε αυτή την εξαντλητική συνθήκη που τους θέλει άγρυπνους και με τις πέντε αισθήσεις τους, επιβάλλοντας κινηματογραφική ροή και σασπένς στο ανέβασμα.
Η εμφάνιση του Σερβετάλη –έρχεται μετά τον 24ωρο φεστιβαλικό Μπέκετ και πάλι σε σκηνοθεσία Κακλέα– φέρει επίσης χαρακτηριστικά αγνής υπέρβασης. Ο ηθοποιός ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στις απαιτήσεις της σωματικής απόδοσης όσο κι εκείνες που εγείρει ο λόγος του ήρωά του. Η αίσθηση ότι καθώς κινείται το κεφάλι του αποκόβεται από το υπόλοιπο σώμα του, οι αποχρώσεις στις εκφράσεις του προσώπου και του βλέμματός του που ξεπροβάλλουν κάτω από το χαρακτηριστικό καπέλο Σαρλό, τονώνουν θεαματικά την ερμηνεία του, η οποία έτσι κι αλλιώς επιφυλάσσει πολλές διακυμάνσεις: από το δαιμονικό κτήνος που βιαιοπραγεί, που γονατίζει από δειλία όταν πέφτει «στα γαμψά νύχια του νόμου», που μεταμορφώνεται «σε επίγειο άγγελο» ύστερα από την πρωτοποριακή «θεραπεία» του και που τελικά παραδίδεται αμαχητί στη στυγνή φύση του.
Με τον Άρη Σερβετάλη στον ρόλο του Άλεξ να αναδεικνύεται σε απόλυτο κυρίαρχο της παράστασης, η υπόλοιπη αν και αξιόλογη διανομή (Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Δρόσος Σκώτης, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Κίμων Φιορέττος, Νεκτάριος Λουκιανός) δεν έχει πολύ χώρο στη διάθεσή της για να ανδρώσει ρόλους παρά μόνο για να σκιαγραφήσει το περιβάλλον του εφιάλτη. Οριακά εξαίρεση αποτελεί ο Αντίνοος Αλμπάνης που στα λίγα λεπτά της ερμηνείας του ως γιατρός Μπρόνσκι γίνεται ένας πολύ δυναμικός φορέας της φρίκης, δήθεν δε, ως αναμορφωτής της.
Περνώντας στα πιο τεχνικά μέρη, στο βιομηχανικό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, λιτό αν και αναμενόμενο, κάνει τη διαφορά ένας γιγάντιος ανεμιστήρας που δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής - κι έρχεται σαν αντίστιξη στην ασφυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι videoπροβολές παράλληλης δράσης (του Ακη Πολύζου). Ίσως σαν αναφορά στην οργουελική σημειολογία.
Στέλλα Χαραμή