Γύρω μου κύριοι και κυρίες στην πλειοψηφία τους άνω των 60 ετών. Θεατές ασκημένοι στην εποχή της Μέριλιν Μονρό, του Τόνι Κέρτις και του Τζακ Λέμον στα πρόσωπα δηλαδή που κατέστησαν το «Μερικοί το προτιμούν καυτό» έναν αδιαμφισβήτητο κινηματογραφικό μύθο – και διέδωσαν την αξία του (σε πρώτη φάση) θεατρικού έργου και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Αυτοί, λοιπόν, οι θεατές εμφανίζονται πρόθυμοι, στην πολυτελή αίθουσα του «Παλλάς», να συναντήσουν ξανά τη σκηνική εκδοχή της κωμωδίας κι ας την ξέρουν ήδη απ’ έξω κι ανακατωτά. Δύο άνεργοι μουσικοί στο Σικάγο του '30 γίνονται μάρτυρες ενός μαφιόζικου ξεκαθαρίσματος και προκειμένου να γλιτώσουν, πιάνουν δουλειά, σε μια περιοδεύουσα μπάντα - αφού προηγουμένως έχουν μεταμφιεστεί σε γυναίκες.
Στο «Sugar - Μερικοί το προτιμούν καυτό» το αντίστοιχο ελληνικό τρίπτυχο των Μακρυπούλια, Αθερίδη, Ζουγανέλη –εδώ με την εξίσου δυναμική προσθήκη του Κώστα Βουτσά– δεν εκμεταλλεύεται, λοιπόν, αυτή τη συνθήκη ότι δηλαδή το κοινό προσέρχεται στο θέατρο για να δει τους ίδιους, ενταγμένους μέσα σε μια γνωστή ιστορία. Τουλάχιστον δεν το εκμεταλλεύεται όσο θα μπορούσε. Η παράσταση μοιάζει να επαναπαύεται στην υπερθεαματική συνθήκη, ενώ καταρχάς θα έπρεπε να λάμψει μέσα από την προσωπικότητα των ηθοποιών της.
Την παγίδα αυτή αποφεύγει μόνο ο Γιάννης Ζουγανέλης που χωρίς περιστροφές, είναι το καλύτερο χαρτί της: ένας καλλιτέχνης με ενστικτώδες κωμικό ταμπεραμέντο, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να χαρίσει γέλιο και το σημαντικότερο διαθέσιμος ν’ ακούσει το κοινό του. Οι σχεδόν ανεξάντλητοι αυτοσχεδιασμοί και τα αντανακλαστικά του στο απρόσμενο επιβεβαιώνουν για μια φορά ακόμα έναν ηθοποιό με γνήσια κωμική στόφα. Όλα τα παραπάνω τα εφαρμόζει στο διπλό ρόλο των Τζέρι/Δάφνη – αν και μόνο η μεταμόρφωσή του σε γυναίκα υπόσχεται εγγυημένη απόλαυση. Δίπλα του, ο Θοδωρής Αθερίδης, ο οποίος αν και έχει επίσης προβοκατόρικο ρόλο ως Τζο/Τζοζεφίν, επιδεικνύει τις δυνατότητές του μόνο σε συλλειτουργία με το Ζουγανέλη, περίπου σαν να «εγκαταλείπεται» στις υπόλοιπες σκηνές του έργου.
Η Ζέτα Μακρυπούλια στον, εξ ορισμού, απαιτητικό ρόλο της Σούγκαρ Κέιν (ταυτισμένο φυσικά με τη Μέριλιν Μονρό) κάνει προφανώς υπέρβαση. Παίζει, χορεύει, τραγουδάει (και μάλιστα ικανοποιητικά), αλλά στιγμή δεν απογειώνει το ρόλο της ως εκρηκτική λολίτα. Εμφανίζεται συγκρατημένη, σχεδόν ψυχρή, για να αναμετρηθεί με μια ηρωίδα που δεν είναι μόνο γλυκιά (όπως το όνομά της), αλλά και καυτό θηλυκό. Η αδυναμία της να απελευθερώσει αυτό το αδέξιο, αλλά απόλυτα ερωτικό πλάσμα που είναι η Σούγκαρ Κέιν την κρατάει καθηλωμένη σε μια διαδικασία μιμητισμού παρά ουσιαστικής έρευνας στο ρόλο. Τα νάζια και τα γλυκά χαμόγελα που σκορπάει ανοικονόμητα δεν φτάνουν να αναπληρώσουν το κενό – αντίθετα προβάλλουν έντονα την προσπάθειά της να βαδίσει στα χνάρια της Μονρό κι όχι να αφουγκραστεί τις ανάγκες του ίδιου του ρόλου.
Ο Κώστας Βουτσάς στις σύντομες εμφανίσεις του (υποδύεται τον εκατομμυριούχο που ερωτεύεται τον μεταμφιεσμένο Τζέρι σε Δάφνη) στηρίζεται στο γνώριμο, αλλά πάντα απολαυστικό υποκριτικό του ύφος. Αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό λαχάνιασμα πίσω από τη φράση «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» για να καταχειροκροτηθεί από το κοινό, ενώ οι σκηνές που μοιράζεται με το Γιάννη Ζουγανέλη είναι από τις πιο ζωηρές του έργου.
Από την υπόλοιπη διανομή ξεχωρίζει η Νάντια Κοντογιώργη – ίσως η μόνη ηθοποιός του θιάσου που έχει στενή σχέση με το μουσικό θέατρο – ως διευθύντρια της γυναικείας ορχήστρας και ο Λευτέρης Ελευθερίου που διαχειρίζεται ευχάριστα τη στερεοτυπική μορφή του μαφιόζου Σπατς.
Αν και σκηνοθετικά στο στοιχείο του, ο Σταμάτης Φασουλής συγκαταλέγεται στην κατηγορία των συντελεστών του «Sugar» που δεν αξιοποίησαν τις δυνατότητές τους. Παραδίδει βεβαίως μια εύρυθμη και καλοκουρδισμένη παράσταση, αλλά παραλείπει να εξετάσει βαθύτερα το θέμα που κάνει το έργο απόλυτα παρόν στην ελληνική σκηνή: την ανθρώπινη αγωνία του κάθε άνεργου να βρει δουλειά, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, με όποιο κόστος. «Σαν δύο κακόμοιροι, άφραγκοι, πένητες, ζήτουλες» τραγουδούν στην αρχή του έργου οι ήρωές του, κατάσταση που στη συνέχεια μένει μετέωρη και τελικά ατονεί. Είναι φανερό δε, πως τη σκηνοθεσία του στηρίζει και η συμβολή του χορογράφου Φωκά Ευαγγελινού.
Ως προς το θεαματικό μέρος της παράστασης, τα κοστούμια, τα σκηνικά και φυσικά την 10μελή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Αλέξιου Πρίφτη που ερμηνεύει όλα τα τραγούδια ζωντανά, έχει γίνει ολοκληρωμένη δουλειά. Τα σκηνικά των Γιώργου Γαβαλά και Γιάννη Μουρίκη περπατούν στην καλή ισορροπία της εύπεπτης φαντασμαγορίας χωρίς να «φορτώνουν» τη σκηνή, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη παρακολουθούν με λεπτομέρεια την εποχή του '30, ενώ η μουσική εκτέλεση των διάσημων τραγουδιών της ταινίας (σε μετάφραση στίχων της Αφροδίτης Μάνου) δίνει άλλον αέρα ζωντάνιας στο ανέβασμα.
Στέλλα Xαραμή