Το ερώτημα του πώς αναβιώνεις μια αστική τραγωδία δωματίου που φιλτράρεται μέσα από θρησκευτικές ιδεοληψίες και στείρες κοινωνικές προκαταλήψεις φαίνεται πως βασάνισε επίμονα και δημιουργικά τον Στάθη Λιβαθινό που σκηνοθέτησε τους «Βρικόλακες» του Ιψεν για το «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» επικεντρωμένος σε αυτό ακριβώς το σημείο: εκεί όπου το παρελθόν κινδυνεύει ή τουλάχιστον διεκδικεί να γίνει μέλλον.
Αν αυτή η συνθήκη δεν γινόταν απόλυτα αναγνωρίσιμη στην εποχή μας, όπου τα κληροδοτήματα της «αμαρτωλής» μας ιστορίας βαραίνουν απελπιστικά τις πλάτες μας, θα ήταν δύσκολο να (εκ)τιμήσουμε το ιψενικό αριστούργημα ως σημερινοί θεατές.
Δυστυχώς είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τι σημαίνει κοινωνική χειραγώγηση, συλλογική υποκρισία, τυφλή υπακοή σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αιχμαλωσία σε ένα σύστημα που ποδοπατά τις ανθρώπινες ανάγκες κι αφήνει πίσω του ψυχικά ράκη. Η σκηνοθεσία του Λιβαθινού έξυπνα εστίασε σε αυτήν ακριβώς τη σύμπτωση που, ομολογουμένως δεν ήταν εύκολο να αναδειχθεί μέσα σε μια, εκ πρώτης όψεως, οικογενειακή τραγωδία η οποία εκτονώνεται σαν συνέχεια τρομερών αποκαλύψεων.
Εδώ παρακολουθούμε την Ελεν Αλβινγκ, μια επιφανή αστή η οποία έχει αφοσιωθεί στις επιχειρήσεις του άνδρα της - σε μια προσπάθεια να ξορκίσει την άσωτη ζωή του που την έχει καταδικάσει σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο. Χρόνια μετά το θάνατό του που συμπίπτει με την επιστροφή του γιου της Οσβαλντ από το «απελευθερωμένο» Παρίσι, η κ. Αλβινγκ αποφασίζει να κάνει την επανάστασή της, ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή αποτινάσσοντας τα φαντάσματα του παρελθόντος...
«Έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία στη ζωή» της λέει αποδοκιμαστικά ο καθοδηγητής της «στο ζυγό του καθήκοντος», πάστορας Μάντερς – υπερτονίζοντας με άκρατη ειρωνεία πως η χαρά της ζωής δεν είναι δικαίωμα, αλλά διαρκής κι αιματηρός αγώνας.
Πάνω σε αυτό το δραματουργικό υλικό (που αφήνει σε δεύτερη μοίρα την προφανή σύνδεση με την αρχαία τραγωδία και δη με τον «Οιδίποδα») και με ένα θίασο υψηλών αξιώσεων η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού προσφέρει ένα πυκνό, εύρυθμο -με εξαίρεση κάποια σημεία στην τελευταία πράξη-, αλλά και στέρεο ανέβασμα. Οι δυνατές ποιητικές και ατμοσφαιρικές στιγμές παραπέμπουν σε μια πιο μεταφυσική ανάγνωση του Ιψεν – ειδικά σε αυτό βοηθούν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η σκηνική λύση με τις λευκές κουρτίνες από την Ελένη Μανωλοπούλου.
Σε κεντρικό ρόλο και η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου να υπογραμμίζει τις δραματικές κορυφώσεις - και να δικαιώνει την απόφαση του σκηνοθέτη να «αυθαιρετήσει» ως προς το πρωτότυπο κείμενο και να μετατρέψει τον ζωγράφο Οσβαλντ σε μουσικό.
Οι πιο χυμώδεις καρποί της σκηνοθεσίας φαίνονται ωστόσο στις ερμηνείες των ηθοποιών. Η Μπέττυ Αρβανίτη αποδίδει μια έντιμη προσέγγιση στο πρόσωπο της Ελεν Αλβινγκ, αν και οι πρώτες σκηνές της παράστασης τη βρίσκουν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Στη συνέχεια ανακτά δυναμικά τον βηματισμό της, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ηρωίδα της αποφασίζει να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Ο Νίκος Χατζόπουλος είναι υποδειγματικός στο ρόλο του συντηρητικού και τυπολάτρη πάστορα Μάντερς και ίσως ο πιο σημαντικός φορέας στη σαρκαστική διάθεση του Ιψεν. Ακόμα και στις κινήσεις ή στον τονισμό της φωνής του, εκφράζεται ο άνθρωπος που προσκυνά ευλαβικά κι όμως τόσο υποκριτικά τις ιδεολογίες του παρελθόντος για να τις προδώσει αμέσως μόλις σταματά να έχει κέρδος από αυτές.
Ο Κώστας Βασαρδάνης ως Οσβαλντ Αλβινγκ γίνεται ο εκφραστής της «εξέγερσης» (σε ένα είδος ρόλου που του ταιριάζει αν θυμηθούμε και την ερμηνεία του στο «Μαρά Σαντ» του Εθνικού θεάτρου) με ωραία ακολουθία διακυμάνσεων από την έκρηξη και την απελπισία στην πιο εσωτερική ερμηνεία. Η Μαρία Κίτσου υποδύεται την πέτρα του σκανδάλου, τη νεαρή υπηρέτρια Ρεγκίνε και παρά το, σύντομης διάρκειας ρόλο της, βεβαιώνει για μια ακόμα φορά το πηγαίο ταλέντο της και την απαράμιλλη φυσικότητα κι εκφραστικότητα που διαθέτει. Τέλος, σε μια από τις σπάνιες πια εμφανίσεις του στη σκηνή, ο Γιώργος Κέντρος φτιάχνει ένα γεμάτο πορτρέτο του δαιμονικού Γιάκομπ Ενγκστραντ παίζοντας εξαντλητικά με τη σχέση του είναι και φαίνεσθαι.
Αξιοπρόσεχτο είναι πως παρά τα διαφορετικά εργαλεία του κάθε ηθοποιού και τις διαφορετικές διαδρομές του κάθε ρόλου, ο θίασος αθροίζεται τελικά σε ένα κλάσμα –να και πάλι η σύνδεση με το αρχαίο δράμα–, σε μια εκδοχή της ανθρώπινης φύσης που επιμένει από φόβο να ζει σαν φάντασμα και να τρέμει «τόσο αξιοθρήνητα το φως».
Στέλλα Xαραμή