Μπορεί μία παράσταση να συνδυάσει το θέατρο με το πατινάζ, τη χαρά της ζωής με το πένθος του θανάτου, τα οικογενειακά προβλήματα με τις φιλοσοφικές αλήθειες; Αυτά τα στοιχεία επιχειρεί να συνδυάσει και να φέρει σε διάλογο η παράσταση «Παραλλαγές Θανάτου» του σημαντικού Νορβηγού συγγραφέα Γιον Φόσσε σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, που ανεβαίνει στο θέατρο Πορεία.
Η αυτοκτονία μιας νέας γυναίκας γεννάει ερωτήματα στους γονείς της, που αρνούνται να αποδεχτούν το συμβάν: Γιατί το έκανε; Ποιες οι συνέπειες της πράξης της στον περίγυρο; Τι είναι ο θάνατος; Τι φέρνει μαζί του; Πόσο μοιάζουν η ζωή και ο θάνατος και πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρίσκονται; Το έργο εκτυλίσσεται ως ένα ψυχογράφημα της διαδικασίας που ακολουθεί το ζευγάρι για να φτάσει στις απαντήσεις.
Το έργο θέτει στο κέντρο του τον θάνατο, και μάλιστα τον αυτόβουλο θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Παράλληλα, αφηγείται την ιστορία μιας προβληματικής οικογένειας, με δυο γονείς που χωρίζουν και είναι σε μόνιμη απορία με το τι θα κάνουν με την επικίνδυνα μελαγχολική κόρη τους. Αναπτύσσεται μια ενδιαφέρουσα αντίθεση ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο, μέσα στον οποίο απρόθυμα εντάσσεται η κοπέλα που αυτοκτονεί και στον εσωτερικό της κόσμο, όπου τα πράγματα είναι πιο γαλήνια. Και θέτει το οντολογικό ερώτημα της σχέσης της ζωής με το θάνατο, μπαίνοντας μέσα στο μυαλό της κοπέλας.
Το έργο εμφανίζει συνεχείς αναδρομές. Οι γονείς ξεκινούν ως γέροι (Νίκος Καραθάνος- Λυδία Φωτοπούλου) και μετά ως νέο ζευγάρι (Γιάννος Περλέγκας- Μαρία Πρωτόπαπα). Η σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά έδωσε έμφαση στο εικονοπλαστικό και στο ποιητικό κομμάτι.
Στο κέντρο της σκηνής μια πίστα πάγου. Οι πρωταγωνιστές-γονείς νιώθουν αυτό το παγοδρόμιο σαν ένα εμπόδιο, σαν μια εστία ψύχους. Αντίθετα, η κόρη τους (Άλκηστις Πουλοπούλου) το βλέπει σαν ένα χώρο μέσα στον οποίο μπορεί να κάνει πατινάζ, να χορέψει, να παίξει, να ερωτευθεί. Είναι ο δικός της κόσμος, μέσα στον οποίο εγκλωβίζεται αυτή η μοναχική και δυστυχισμένη κοπέλα. Ένας χώρος, όπου ερωτεύεται το θάνατο (τον ερμηνεύει ο Χρήστος Λούλης). Όπου χορεύει μαζί του. Ο παγιδευμένος της αισθησιασμός εκεί βγαίνει. Μέσα σε αυτό το παγοδρόμιο αναδεικνύεται και η διττή φύση της κόρης- ο ντροπαλός της εξωτερικός κόσμος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον σχεδόν ευτυχισμένο κόσμο που γνωρίζει μέσα στα όνειρα και τις φαντασιώσεις της.
Η παράσταση έχει κυρίως ποιητικό χαρακτήρα. Κυριαρχεί το τελετουργικό στοιχείο, οι ψίθυροι, οι παύσεις, οι αργοί ρυθμοί. Μια παγωμένη ατμόσφαιρα που θυμίζει έντονα Βόρεια Ευρώπη (θυμίζουμε ότι ο συγγραφέας είναι Νορβηγός). Ίσως σε κάποια σημεία παρα-γίνεται ποιητική, ίσως κάποια κομμάτια του έργου να μπορούσαν να αποτυπωθούν με ένα πιο ρεαλιστικό παίξιμο, ίσως να μπορούσε να είναι πιο γρήγορος ο ρυθμός. Κι είναι φανερό ότι στο φινάλε, όπου ο ποιητικός και φανταστικός χαρακτήρας γίνεται πιο έντονος και στο κείμενο, η παράσταση απογειώνεται.
Όμως, αυτή ήταν η σκηνοθετική πρόθεση του Χουβαρδά. Να δημιουργήσει ένα ποιητικό ρέκβιεμ πάνω στον πάγο για την θλιμμένη κόρη. Παράλληλα, υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο της δυστυχίας και της ερήμωσης στους ανθρώπους που η κοπέλα αφήνει πίσω και στην χαρά που νιώθει μες το διαταραγμένο της μυαλό, όταν γνωρίζει το θάνατο, σαν να είναι ένας όμορφος ερωτικός σύντροφος. Επίσης, προς το φινάλε η κόρη και ο θάνατος έχουν μια σκηνή, όπου παίζουν σαν ηθοποιοί κωμωδίας βουβού κινηματογράφου- εμπλουτίζοντας έτσι αισθητικά την παράσταση με κάτι που βγαίνει μέσα από τη δραματουργία του έργου.
Ως προς τις ερμηνείες, αυτοί η χαμηλοί τόνοι, οι σύντομες σκηνές και η βαριά ατμόσφαιρα, δεν βοηθούν να λάμψει το πληθωρικό ταλέντο των ηθοποιών της παράστασης. Ξεχωρίζει με την πολύπλευρη ικανότητά του ο Νίκος Καραθάνος. Τον πιο αβανταδόρικο ρόλο είχε η Άλκηστις Πουλοπούλου (κόρη). Τα πιο αισθησιακά και χαρούμενα κομμάτια της γνωριμίας της με το χάρο της ταιριάζουν περισσότερο στο παίξιμό της, σε σχέση με αυτά που παίζει την καταθλιπτική παιδούλα. Πάντως, στέκεται αξιόλογα. Οι άλλοι ηθοποιοί επίσης δίνουν αξιοπρεπείς ερμηνείες.
Σε γενικές γραμμές, οι «Παραλλαγές Θανάτου» είναι ένα έργο που δείχνει ένα σκληρό πρόσωπο της ζωής, αλλά επιχειρεί και μια συμφιλίωση με το θάνατο με το στοιχείο της φανταστίας και του ονείρου κυρίαρχο. Αυτό που δεσπόζει είναι οι ενδιαφέρουσες και ποιητικές εικόνες της σκηνοθεσίας, σε μια παράσταση που ίσως δεν συναρπάζει, αλλά έχει σημαντικά πράγματα να δώσει στο θεατή.
Γιώργος Σμυρνής
ΠΗΓΗ: Monopoli.gr