Και μέσα στον καταιγισμό των πολιτικών ή των πιο ανήσυχων και, συντονισμένων με την τρέχουσα πραγματικότητα, έργων το βραβευμένο «Δείπνο με φίλους» του Ντόναλντ Μάργκιουλις εστιάζει στο πλέον παραμελημένο κομμάτι των ανθρώπινων σχέσεων και δη των σχέσεων γάμου, των φιλικών, στην κρίση της μέσης ηλικίας και πώς αυτή επηρεάζει την επικοινωνία των ανθρώπων. (Έτσι εξηγείται και το ότι η αίθουσα του «Ιλίσια» είναι κατάμεστη από θεατές ηλικίας 50+ αυτό το Σάββατο βράδυ). «Το κλειδί του πολιτισμού είναι να αντιστεκόμαστε στις φωνές που μας λένε να τα τινάξουμε όλα στον αέρα» τονίζει ο ένας εκ των τεσσάρων ηρώων και συνειδητοποιείς ότι το θέμα του έργου συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τους σημερινούς μας προβληματισμούς.
Το κείμενο έρχεται από το πρόσφατο παρελθόν μας, (γραμμένο το 2000) για να μας παρουσιάσει την παράλληλη ζωή δύο μεσοαστικών και παντρεμένων φιλικών ζευγαριών και το πώς αυτή διαταράσσεται όταν το ένα από τα δύο χωρίζει. Ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα δια της ασφαλούς οδού, με πινελιές λεπτού χιούμορ κι ευαισθησίας, συνθήκες που ακολουθεί κατά πόδας και η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Βαλτινού. Ο τελευταίος εξάλλου, γνωρίζει καλά τις ποιότητες του έργου αφού πριν από δέκα χρόνια το είχε ανεβάσει ξανά για το θέατρο «Λαμπέτη». Πέραν ωστόσο της ανατομίας των σχέσεων και τον καλό ρυθμό με τον οποίο τις «κοιτάζουμε», η σκηνοθεσία της παράστασης δεν κρύβει καμία άλλη έκπληξη. Ο νατουραλισμός και η κομψότητα είναι το κλειδί της σκηνοθεσίας, όσο και της σκηνογραφίας (από τον Γιάννη Μετζικώφ) – στη δεύτερη περίπτωση με κάποια μινιμαλιστική διάθεση, αλλά τελικά αδιάφορο αποτέλεσμα.
Επομένως, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον τρόπο που οι τέσσερις πρωταγωνιστές δένουν μεταξύ τους και επί μέρους ερμηνεύουν τους ρόλους τους. Ο επικεφαλής του θιάσου Γρηγόρης Βαλτινός είναι το ίδιο αποδοτικός και στις κωμικές και στις πιο δραματικές συνθήκες –τις έχει δοκιμάσει όλες μέσα στα χρόνια με επιτυχία– πράγμα που επαληθεύεται κι εδώ: φτιάχνει μια ωραία ισορροπία, ξέροντας πότε θα κεντρίσει το γέλιο και πότε θα δει με πιο συγκρατημένη ματιά τον ήρωά του, Μάρτιν. Ο Παύλος Χαϊκάλης από την άλλη, είναι φανερό πως δεν βρίσκεται ακριβώς στο στοιχείο του, ωστόσο «ανεβάζει» την παράσταση σε κάποια σημεία με την ευκολία που διαχειρίζεται τις τεχνικές της κωμωδίας. Η Ρένια Λουϊζίδου αν και αρχικά δείχνει να υποκύπτει στη σχολή του «φωναχτού» παιξίματος, τελικά υπερισχύει αυτή η ρέουσα φυσικότητα που είναι το πιο δυνατό στοιχείο των ερμηνειών της. Τέλος, η Μπέσυ Μάλφα υιοθετεί μια τυπική αντιμετώπιση απέναντι στην ηρωίδα της – αν και θεωρητικά είχε το πιο πρόσφορο έδαφος αφού υποδύεται την απατημένη σύζυγο, την οποία παραγκωνίζει άτσαλα ο Τομ (Παύλος Χαϊκάλης).
Με προσοχή πάντως, παρακολουθήσαμε τις τρεις σκηνές του φινάλε όπου διαδοχικά οι δύο πρωταγωνίστριες, οι δύο πρωταγωνιστές και τελικά το ζευγάρι Βαλτινού – Λουϊζίδου στέκουν σκεπτικοί πάνω από τα απομεινάρια των σχέσεών τους. «Είναι λίγο σαν θάνατος, δεν είναι;» αναρωτιέται ακαδημαϊκά ο Μάρτιν του Γρηγόρη Βαλτινού αν και ο συγγραφέας θα δώσει κλείνοντας μια πιο αισιόδοξη προοπτική: Οι σχέσεις θέλουν κόπο κι επαγρύπνηση.
Στέλλα Xαραμή