Μία παράσταση-αναζωπύρωση της παλιάς ατμόσφαιρας του «Αμόρε».
Φαντάσου τη ζωή σαν αδιάκοπη άσκηση ισορροπίας. Η κοφτερή λεπίδα του παγοπέδιλου σε χωρίζει από την πτώση. Ένα λεπτό στρώμα πάγου σε χωρίζει από την καταβύθιση στον παγωμένο πυθμένα. Ένα ράγισμα από το τέλος. Αυτή η κουραστική, αγωνιώδης και μελαγχολική ενατένιση της ζωής ανατέμνεται αριστουργηματικά από τη νέα σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Τα βήματά του οδηγεί ο Γιον Φόσσε με τις, άπαιχτες στην Ελλάδα, «Παραλλαγές θανάτου» μια ωδή στη ζωή μέσα από το σιωπηλό σφύριγμα του θανάτου.
Άγνωστο έργο, αλλά γνωστή η θεματική προβληματική του Φόσσε - σχεδόν στα όρια της εμμονής. Ο θάνατος εδώ, εξετάζεται μέσα από την αυτοκτονία μιας νεαρής κοπέλας, μια πράξη που σπρώχνει ανελέητα στο ψυχικό έρεβος τους γονείς της, αυτούς που έχουν μείνει πίσω και διερωτώνται βασανιστικά «γιατί» - δίχως να μπορούν να δώσουν απάντηση. «Όλα έχουν φύγει και τίποτα δεν έμεινε» επαναλαμβάνουν επίμονα. Ο Φόσσε παίρνει το θάνατο σαν δεδομένο, πριν καν μας εισάγει στη ζωή• παρακολουθεί εξάλλου την πορεία της νεαρής αυτόχειρος από την κοιλιά της μάνας της ως τη στιγμή που αποφασίζει με έναν ανορθόδοξο τρόπο να πάρει τη ζωή στα χέρια της.
Η προσέγγιση του Χουβαρδά εγκλιματίζει άψογα - μέσα από εικόνες υψηλής ποιητικότητας - την ψυχολογία των ηρώων, του έργου και κυρίως του Φόσσε που βλέπει τη γέννηση μιας ζωής, το κλάμα ενός μωρού ή τον αναστεναγμό ενός ερωτικού σκιρτήματος ως το πρώτο σάλπισμα για την αντίστροφη μέτρηση. Ο σκηνοθέτης ντύνει τους ήρωές του στα λευκά (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη) και τους τοποθετεί πάνω και γύρω από ένα παγοδρόμιο (σκηνικά Μάρω Μιχαλακάκου) μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως (φωτισμοί Αλέκος Γιάνναρος) σαν αυτό που «καίει» τα πρόσωπα των αλπινιστών στις χιονισμένες βουνοκορφές.
Σε αυτό το λευκό τοπίο –που εν πρώτοις προκαλεί το ρίγος μιας αίθουσας νεκροτομείου– αρχίζουν και τελειώνουν όλα: η ζωή και ο θάνατος, η χαρά και η οδύνη, οι λέξεις και η σιωπή. Ο λόγος και η εκφορά του είναι το πιο χρήσιμο και τελετουργικά ακονισμένο εργαλείο της παράστασης. Τεμαχισμένος κι ελλειπτικός (από γραφής) γίνεται στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία» μια ασθματική λειτουργία, μια υπόκωφη ένταση που νομίζεις ότι -δεν μπορεί- κάποια στιγμή θα εκραγεί, αλλά τελικά κορυφώνεται στο αθόρυβο mode. Κι αν η διάχυτη αίσθηση για το έργο του Φόσσε είναι πως σημασία έχουν όσα δεν λέγονται, εδώ -κι αυτό φυσικά οφείλεται στη διδασκαλία του σκηνοθέτη- σου δίνεται η εντύπωση ότι οι διάλογοι ανάμεσα στους έξι ηθοποιούς δεν είναι παρά σκέψεις φωναχτές, ψίθυροι που ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι τους.
Σε αυτή την ακροβασία επιδόθηκε με δεξιοτεχνία η ομάδα των πρωταγωνιστών της παράστασης, δεμένη και εξασκημένη σαν σύνολο μέσα στα χρόνια. Ξεκινώντας από τη λιγότερο έμπειρη που όμως κάνει και τη μεγαλύτερη έκπληξη Άλκηστη Πουλοπούλου στο ρόλο της μοναχοκόρης που αυτοκτονεί. Το πέρασμά της από το άβουλο και συναισθηματικά ευνουχισμένο ασχημόπαπο που μεταμορφώνεται σε κύκνο για να χορέψει όχι με τον πρίγκιπα του παραμυθιού, αλλά με το θάνατο χτίζεται με προσοχή, λεπτομέρεια κι ευαισθησία• είναι το φλερτ του ανθρώπου που ενώ βρίσκεται στο άνθος του, γοητεύεται από τη λύτρωση ενός ξαφνικού τέλους. Ο Χρήστος Λούλης στον αμφίσημο ρόλο του μυστηριώδη γητευτή-Θανάτου προκαλεί δέος ισορροπώντας πάνω σε αυτή τη φοβερή αντίφαση. Στους ρόλους των γονιών, σε δύο εκδοχές στα νιάτα τους και στη μέση ηλικία, ξεχωρίζει το δεύτερο ζευγάρι των Νίκου Καραθάνου και Λυδίας Φωτοπούλου που αντιμετωπίζει σπαρακτικά την απώλεια. Λιγότερο συγκροτημένοι αλλά πάντα μέσα στο ψυχρό τέμπο της παράστασης οι Γιάννος Περλέγκας και Μαρία Πρωτόπαππα.
Αν ο στόχος του Γιάννη Χουβαρδά ήταν να συντονίσει την καταγωγή του έργου (Νορβηγός ο Γιον Φόσσε, άλλωστε) με το παγωμένο, ακίνητο τοπίο του θανάτου, προφανώς τα κατάφερε. Το πλέον ευχάριστο είναι πως μέσα σε αυτή την παγωνιά πέτυχε να ανάψει και μια φλόγα: να αναζωπυρώσει την παλιά ατμόσφαιρα του «Αμόρε».
Στέλλα Xαραμή