«-Είστε αναρχικοί!
-Είμαστε εργάτες!».
Ίσως να είναι ο πιο σύντομος, αλλά αποδεικνύεται ο πιο περιεκτικός διάλογος του «Gagarin Way». Τέσσερις λέξεις αρκούν για να συμπυκνώσουν τις δύο όψεις στο νόμισμα της ταξικής πάλης. Έννοιες που θαρρούσες ότι είχε ξεβράσει η εποχή μας, γίνονται αντικείμενο επιτακτικής διαπραγμάτευσης στο κείμενο του Γκρέγκορι Μπερκ. Το άγνωστο, στην Ελλάδα, έργο του Σκωτσέζου συγγραφέα που γαλουχήθηκε στη μετα -Θατσερική Αγγλία και μας συστήνει με χαρακτηριστικά ωμού κοινωνικού ρεαλισμού ο Αλέξανδρος Αβρανάς, έχει κάθε λόγο να συμπεριληφθεί στη λίστα με τις παραστάσεις της χρονιάς.
Εκεί την τοποθετεί καταρχήν, το πρωτογενές υλικό της: το ίδιο το έργο του Μπερκ που χρησιμοποιώντας ασθματική γραφή, βρώμικη και σκληρή γλώσσα, νευρικό και σαρκαστικό μαύρο χιούμορ οριοθετεί τη δράση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού μέσα από την επίδραση και την καταπίεση που ασκεί στην εργατική τάξη. Ο εργάτης του Μπερκ είναι ένα ον που έχει συνθλιβεί ανάμεσα στις Συμπληγάδες της παραδοσιακής αριστερής ιδεολογίας και τις κορώνες της παγκοσμιοποίησης• και όπως είναι αναμενόμενο θα αντιδράσει στρεβλά.
Στο «Gagarin Way» εκπροσωπούνται όλοι οι πόλοι αυτής της καταστροφικής παγκόσμιας διελκυστίνδας. Ο πρώτος εργάτης που δεν επιδιώκει τίποτα περισσότερο παρά το χάος και τη βία «μέχρι να βρει το δρόμο του». Ο δεύτερος που, έχοντας διαβάσει Νετζάγιεφ και Μπακούνιν, πιστεύει στην «προπαγάνδα της πράξης» και στο όνομά της εξωραΐζει τη βία αρκεί να έχει πολιτικό υπόβαθρο. Ο τρίτος, παιδί νέας γενιάς που βαυκαλίζεται ότι με τα πτυχία και τις σπουδές του θα επιβιώσει αναίμακτα στην καπιταλιστική κοινωνία. Και τέλος, ο εκπρόσωπος του κεφαλαίου, ένας σύμβουλος πολυεθνικής που παρά το εργατικό παρελθόν του ομολογεί τη διάβρωσή του από το σύστημα. Οι δύο πρώτοι συνεργούν στην απαγωγή και στο φόνο του τελευταίου σε μια προσπάθεια να κάνουν τη δική τους επανάσταση. «Μπροστά στη μέγιστη απάθεια πρέπει να κάνεις κάτι μέγιστο» υποστηρίζουν.
Ο Μπερκ θα αξιοποιήσει την ιστορία του για να σχολιάσει τους πάντες, ανώνυμους και επώνυμους φορείς της παγκόσμιας οικονομίας, της κοινωνικής και πολιτικής τρομοκρατίας: τους εμποροτραπεζίτες, τους Ισραηλινούς, τους Αμερικανούς, τους Ρώσους.
Μέσα σε αυτό το δραματουργικό πλαίσιο δεν υπάρχει τίποτα που να αιωρείται αδιευκρίνιστο• είναι όλα εκτεθειμένα στα μάτια του θεατή: τα ψευδο-διλήμματα και οι αυταπάτες μιας γενιάς που έχει ανατραφεί έξω από τη διεκδίκηση, η ματαιοπονία της επανάστασης όπως τουλάχιστον την περιέγραφε ο Κομμουνισμός του περασμένου αιώνα, το δίχως πρόσωπο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας που αποφασίζει για τη μοίρα των ανθρώπων, η αδυναμία να εξημερωθεί η νέα φόρμα του καπιταλισμού με παλιά μέσα και, το κυριότερο, η παντελής αναποτελεσματικότητα της βίας.
Καθώς αναγνωρίζουμε καθεμιά από αυτές τις συνθήκες στη σημερινή εθνική συγκυρία, είναι σχεδόν επιβεβλημένο να παρακολουθήσουμε την παράσταση με το ενδιαφέρον του ενεργού πολίτη και όχι του απλού θεατή. Γι’ αυτό και η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Αβρανά καταφεύγει με σοφία στον καθαρόαιμο νατουραλισμό. Τοποθετεί την πλοκή (σκηνικά – κοστούμια Ευαγγελία Θεριανού) στον χώρο μιας βιομηχανικής αποθήκης λες κι εκεί στοιβάζονται όλα τα ιδανικά της κοινωνίας που γέννησε ανθρώπους-προϊόντα. Το εφιαλτικό αίσθημα εγκλωβισμού παίρνει ανάσες από το κυνικό χιούμορ του έργου, το οποίο ο σκηνοθέτης φωτίζει διακριτικά, ενώ, σε αισθητικό επίπεδο, δείχνει σκεπτικισμό απέναντι στη βία που ασκούν οι ήρωες του «Gagarin Way».
Η παράσταση υιοθετεί γρήγορο κινηματογραφικό ρυθμό, διαθέτει προσεγμένο, μέχρι κεραίας, ηχητικό περιβάλλον (Νίκος Μπουγιούκος), ενώ έχει να επιδείξει και μερικές εικαστικά άρτιες σκηνές. Θα ξεχωρίσουμε την υποφωτισμένη σκηνή του φινάλε όπου οι δύο απαγωγείς σκουπίζουν με μανία το ματωμένο δάπεδο της αποθήκης, υπό τους ήχους του «Smoke on the water» ερμηνευμένο από λαϊκή Ελληνίδα αοιδό...
Η μεγαλύτερη κατάκτηση του θεατρικού Αβρανά πάντως είναι ότι εκμαιεύει δυνατές και φυσικές ερμηνείες από την τετράδα των ηθοποιών του. Ο Στέφανος Κοσμίδης, σαν να έχει ξεπηδήσει από ταινία του Ταραντίνο, αποδίδει με αέρα πρωταγωνιστή τον κυνικό και μηδενιστή Εντυ. Ο Κώστας Ανταλόπουλος πάλλεται με πειστικότητα μεταξύ της υπαρξιακής και της κοινωνικοπολιτικής κρίσης ως ο εγκέφαλος της συμμορίας, στο ρόλο του Γκάρυ. Ο Μάνος Βακούσης, στέρεος όπως πάντα, κορυφώνει το ρόλο του απαχθέντος Φρανκ όταν η φωνή του εκπέμπει σαν από μεγάφωνο υπερασπιζόμενος την ελεύθερη αγορά. Τέλος, ο νεαρός Μιχάλης Μουλακάκης μάς αναγκάζει να τον προσέξουμε, υποδυόμενος τον σεκιουριτά Τομ με ενεργοποιημένο το ένστικτό του.
Αν έχουμε να κάνουμε μια παρατήρηση για το «Gagarin way», αυτή αφορά σε μερίδα των θεατών του. Ήταν απογοητευτική η αντίδραση κάποιων εξ αυτών όταν ήρθαν αντιμέτωποι με σκηνές άσκησης ψυχολογικής ή σωματικής βίας. Το βροντερό γέλιο τους μαρτυρούσε ότι αντιλαμβάνονταν τον βασανισμό και τον εξευτελισμό ως κάτι κωμικό, μένοντας προφανώς ανυποψίαστοι για την ουσία του έργου.
Στέλλα Xαραμή