Ο Ιονέσκο, ο απόλυτος εκφραστής του θεάτρου του παραλόγου, ισχυρίζεται πως «η ηθική έρχεται σε αντίθεση με τη φύση» (όπου ηθική βλέπε λόγος και λογική, όπου φύση βλέπε ζωώδες ένστικτο και συμπεριφορά αγέλης). Αν αυτός είναι ο πυρηνικός άξονας του κλασικού του αριστουργήματος, «Ρινόκερος», τότε ο Θωμάς Μοσχόπουλος που το σκηνοθετεί για το θέατρο «Θησείον» το εξετάζει ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα. Προκρίνει με διαύγεια το λόγο του Ιονέσκο και κατά συνέπεια το αξίωμα που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τους ρινόκερους ή τους άλλους βασιλιάδες της ζούγκλας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Μοσχόπουλος παίρνει ξεκάθαρη θέση, όπως και ο συγγραφέας του έργου, και (αντι)στέκεται στο ρινοκερισμό, την ασθένεια ή την «επιταγή της εποχής και της παγκόσμιας οικογένειάς μας». Στην παράστασή του εμπιστεύεται το κείμενο και, αρνούμενος να επιστρατεύσει ειδικά εφέ (όπως στο ανέβασμα του Εμανουέλ Ντεμαρσί Μοτά που είδαμε το καλοκαίρι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών), ενεργοποιεί ένα ακόμα προσόν του έλλογου όντος: τη φαντασία. Λιτά, λακωνικά, λοιπόν, τα μέσα του, χωρίς διάθεση για εντυπωσιασμό ή αισθητικό πειραματισμό και ευθεία η ανάγνωση του σε ένα έργο που το έχει ανάγκη λόγω επικαιρότητας.
Η ιστορία του «Ρινόκερου» εξάλλου - η εμφάνιση μιας ολοένα και αυξανόμενης στρατιάς ρινόκερων που ταράζει την καθημερινότητα μιας επαρχιακής πόλης στη Γαλλία και πολύ περισσότερο ενός κατοίκου της, του Μπερανζέ - είναι μια σαρκαστική ματιά σε ένα αναγνωρίσιμο φαινόμενο της παγκόσμιας κοινωνίας: τη μαζικοποίηση και τα δεινά της• την παθητικότητα, την αγελαία νοοτροπία, την αφομοίωση ενός τρόπου σκέψης και αντίδρασης. «Θα έπρεπε να μπορώ να ακολουθήσω την εποχή μου. Αλίμονο σε αυτόν που προσπαθεί να διατηρήσει την αυθεντικότητά του» λέει με πικρία ο Μπερανζέ.
Ομολογουμένως πιο συντηρητική από άλλες δουλειές του – ίσως έρχεται σε συνέχεια της προβληματικής του στην «αόρατη» σκηνοθεσία του «Mistero Buffo» - η ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου δεν στερείται από δυνατές και ατμοσφαιρικές στιγμές. Η σκηνή όπου ο Ζαν, ο φίλος του Μπερανζέ σταδιακά αποκτηνώνεται, εικονοποιώντας τη μέσα από την αδαμιαία περιβολή του, είναι μια από αυτές. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πάγωμα του χρόνου στην εναρκτήρια σκηνή διαλόγου των βασικών ηρώων, σαν να κλείνει το μάτι στην κινηματογραφική διαλεκτική.
Η πρωταγωνιστική ομάδα –λιγότερο εξασκημένη σαν σύνολο από τους σταθερούς συνεργάτες του σκηνοθέτη (Ξάφη, Μπερικόπουλο, Μάσχα, Καλαϊτζίδου κ.ά.)– καταφέρνει να δώσει το στοιχείο του συμπαγούς, χαρακτηριστικό επίτευγμα των παραστάσεων του Μοσχόπουλου. Οπωσδήποτε, σε αυτό το σώμα των ηθοποιών, κάποιοι ξεχωρίζουν περισσότερο. Ο Μανώλης Μαυροματάκης, παρά τις ανισομερείς δόσεις στις οποίες μοιράζει την αντιστασιακή ορμή που εκφράζει ο Μπερανζέ, δίνει την αίσθηση ότι συγγενεύει με τη φύση του ήρωα του. Αρχικά, εμφανίζεται δέσμιος των υπαρξιακών του αγωνιών, παραιτημένος, ως ο ορισμός του loser και σταδιακά αναλαμβάνει δυνάμεις και ενσαρκώνει τον επαναστάτη με αιτία. Θα έλεγε κανείς ότι το παίξιμό του έχει κάτι από τη νευρωτική σοφία του Γούντι Αλεν. Σε μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία (μετά το Mistero Buffo) επιδίδεται ο Γιώργος Χρυσοστόμου σε διπλό ρόλο, ως Ζαν και προϊστάμενος του δικηγορικού γραφείου του Μπερανζέ, εξελίσσοντας τα εκφραστικά του μέσα και στις πιο δραματικές στιγμές. Συγκροτημένη παρά το νεαρό της ηλικίας της και η Ηρώ Μπέζου στο ρόλο της αγαπημένης του Μπερανζέ, Νταίζη, ενώ ο Γιώργος Παπαγεωργίου στα λίγα λεπτά του επί σκηνής προσθέτει επιπλέον πόντους στις επιδόσεις του στην κωμωδία. Επαρκείς, ειδικά στην εναρκτήρια σκηνή, ο Θανάσης Δήμου και η Ευαγγελία Καρακατσάνη.
Και για να μην παρεξηγηθούμε, ο «Ρινόκερος» υποδύεται την κωμωδία – δεν είναι. Ακριβώς όπως η συντριπτική πλειονότητα του δυτικού πληθυσμού υποδύεται την πολιτισμένη, ενώ στην πραγματικότητα συντίθενται από άγρια θηρία.
Στέλλα Xαραμή
ΠΗΓΗ: tospirto