Λίγοι ηθοποιοί έχουν αυτό το προσόν: Σε καλούν να τους παρακολουθήσεις στο θέατρο, έχοντας καλλιεργήσει μέσα σου μια ενδόμυχη βεβαιότητα ότι το λιγότερο που θα εισπράξεις είναι μια καλή ερμηνεία. Ο Αιμίλιος Χειλάκης αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της «κατηγορίας» -ειδικά ανάμεσα στους ηθοποιούς της γενιάς του- και ο μονόλογος «Μόνος με το Άμλετ» είναι η πιο πρόσφατη ευκαιρία για να το διαπιστώσεις.
Γιατί η ανάγνωση (του ίδιου σε συνεργασία με τον Μανώλη Δούνια) στην πασίγνωστη σαιξπηρική τραγωδία δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο στενό ορισμό της «ερμηνείας» αφού ο Χειλάκης μετατρέπει το πολυπρόσωπο έργο σε μια ατομική πρόκληση και μαρτυρία, υποδυόμενος όλους τους ήρωές του.
Παίρνοντας το ρίσκο να ζήσει την αποθέωση του υποκριτή ή την ελεύθερη πτώση του, καταφέρνει να δικαιωθεί σε αυτή την επικίνδυνη ακροβασία. Ο Αιμίλιος Χειλάκης είναι ο Αμλετ, η Οφηλία, η Γερτρούδη, ο Κλαύδιος, ο Λαέρτης, ο Πολώνιος, το φάντασμα του νεκρού πατέρα του, είναι η φωνή και το σώμα τους. Έχοντας τοποθετήσει τους ήρωες στον κοινό άξονα της μοναξιάς και της απελπισίας, μεταπηδά με επιδεξιότητα από τον ένα ρόλο στον άλλο, αναγνωρίζοντας κάθε φορά τις καμπύλες και τις γωνίες του και αποφεύγοντας τεχνηέντως τον κίνδυνο της γραφικής απεικόνισης ενός γυναικείου ρόλου από έναν άνδρα. Απεναντίας, οι στιγμές όπου υποδύεται την Οφηλία (η σκηνή της αυτοκτονίας) και τη Γερτρούδη (η σκηνή του θανάτου) αποδεικνύονται από τις πιο ισχυρές της παράστασης.
Τα εργαλεία του είναι τα ελάχιστα δυνατά –ένα κραγιόν, ένα στέμμα, ένα μπουκέτο λουλούδια– αρκετά όμως για να τον οδηγήσουν σε μια καθαρή, για το κοινό, μετάβαση, αλλά και για να τον κινητοποιήσουν, σε προσωπικό, ερμηνευτικό επίπεδο. (Στο ίδιο συνδυαστικό μοτίβο λιτότητας και ευρηματικότητας και τα σκηνικά του Κένι Μακλέλαν). Η υπόμνηση μιας κούκλας-γελωτοποιού που τον συντροφεύει στη σκηνή ή η επιλογή να εκθέσει σιωπηλά στα μάτια των θεατών τη διαδικασία της μεταμόρφωσης μέσω του μακιγιάζ υπογραμμίζουν τη συνειδητή επιστροφή στη βασική θεατρική λειτουργία όπου ο ηθοποιός αναμετράται μόνος με το κείμενο.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης έχει απόλυτη επίγνωση του πολύτιμου υλικού που «κυοφορεί», της υποδειγματικής απόδοσης του Σαίξπηρ από τον Γιώργο Χειμωνά –και παρά την αποσπασματικότητα και τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα που του δίνει η παραστασιακή ιδέα– το κείμενο διατηρεί το σφρίγος, την πληθωρικότητα, τον πλούτο των λέξεων και των νοημάτων που αναδίδονται σαν άρωμα μεθυστικό.
Οπωσδήποτε οι κίβδηλοι μηχανισμοί της εξουσίας, «ο κόσμος που γέρνει και γκρεμίζεται», «η τρέλα των μεγάλων» και η ακινητοποίηση των «μικρών», των μονάδων εμπρός τους, μένουν οι στέρεες αξίες του έργου, ακόμα και για τους θεατές που γνωρίζουν τον «Αμλετ» μέσα από αυτή την πιο αντισυμβατική εκδοχή. Μοναδική ένσταση στη λειτουργία της δραματουργίας είναι το «τουμπάρισμα» του φινάλε. Το αξίωμα του Αμλετ «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» που παραδέρνει αναπάντητο μέσα στους αιώνες γίνεται ο επίλογος στη συγκεκριμένη διασκευή - επιλογή που πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού, παρά την κομψή διατύπωσή της και των μεγάλων αληθειών που κομίζει: «Να κοιμηθείς για να κοιμηθούν όλοι οι πόνοι; Να αδικεί ο ισχυρός, να νικάει ο ανάξιος τον άξιο;»…
Στέλλα Xαραμή
ΠΗΓΗ: Tospirto.net