«Μα καλά, περφόρμανς σε έργο του Σκαρίμπα με μπλούζα Motorhead;», αναρωτιέμαι παρακολουθώντας τον Αρη Μπινιάρη να παίρνει τη θέση του στο main stage του Bios. Μαζί με την ολιγομελή του μπάντα – αποτελούμενη από μπάσο (Τάκης Βαρελάς), ντραμς (Βασίλης Γιασλακιώτης) και τη δική του κιθάρα. Κι όμως, η εξέλιξη της παράστασης «Το θείο τραγί» δικαιώνει την... παραφωνία. Ο Μπινιάρης καταπιάνεται (πρόκειται για τη δεύτερη παρουσίαση του έργου μετά το χειμώνα του 2011) με την ιστορία ενός περιπλανώμενου νεαρού αλητάκου, ενός αγριμιού που στα χρόνια του Μεσοπολέμου (το έργο κυκλοφόρησε το 1933) χαίρεται το βίο του εφήμερου.
Ο Σκαρίμπας τον υπερασπίζεται όπως κάθε συγγραφέας κάνει για έναν αντιήρωα, καθώς ασκεί κριτική στις συμβάσεις της τότε κοινωνίας, κινείται ενάντια στις καθιερωμένες αξίες και συντρίβει με το θράσος του τη ματαιοδοξία των πλουσίων. Ο ήρωας αυτός, ο Γιάννης, πιάνει δουλειά σαν σταβλίτης σ’ ένα αρχοντικό του καιρού του και καθώς καλοβλέπει την κυρία του σπιτιού, όχι μόνο δεν διστάζει να της ριχτεί αλλά τελικά την «αποπλανεί»• χαρίζοντας της δε και τον διάδοχο που δεν μπορεί να της δώσει ο προύχοντας και καθωσπρέπει άνδρας της.
Αυτή, λοιπόν, την «αναρχική» για την εποχή της ιστορία, ο Αρης Μπινιάρης την παρουσιάζει όπως περίπου της αρμόζει: με ανατρεπτικό τρόπο. Αρχής γενομένης από το κίτρινο t-shirt του, στο οποίο φιγουράρει το λογότυπο της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής heavy metal band. Σχεδόν σαν να σε προϊδεάζει αυτή η επιλογή για τη συνολική αισθητική της περφόρμανς.
Ο ηθοποιός με attitude ροκ σταρ και τη μουσική συνοδεία ροκ ψυχεδελικών ήχων, ξεκινά να μιλάει ορμητικά τον λόγο του Σκαρίμπα. Η ποιητική και σκωπτική αφήγηση ενός (φαινομενικά) βουκολικού στόρι συναντά στην ερμηνεία του μια παιγνιώδη σφοδρότητα, μια κυνική στάση. Το τοπίο του κάμπου, η λατρεία της φύσης, ξυπνούν σαν λαϊκές ζωγραφιές κάτω από σκοτεινούς, εφιαλτικούς ήχους που σε σημεία μοιάζουν να παίρνουν τη μορφή ενός χορικού. Ο Αρης Μπινιάρης διακρίνει και εκμεταλλεύεται την ποιητικότητα, την ηχητική και μουσική δυναμική που έχει ο λόγος του συγγραφέα και την εφαρμόζει πάνω στο νεύρο – και γιατί όχι στη θεατρικότητα – της ροκ ψυχεδέλειας. Το βλέμμα του κρύβει μια επιτηδευμένη τρέλα, μια μανία κι ο ήχος της φωνής του έχει μια, ηθελημένα, έντονη ειρωνεία επιχειρώντας προφανώς να αποδώσει την αντι-κανονική συμπεριφορά του ήρωά του.
Πίσω του, πάνω σε μια υπερμεγέθη οθόνη, προβάλλεται ασπρόμαυρο αρχειακό υλικό με καταγωγή στα χρόνια του Μεσοπολέμου – συνομήλικο δηλαδή του έργου του Σκαρίμπα. Να μια ακόμα ενδιαφέρουσα αντίθεση: Εικόνες από την αστική Ευρώπη (ίσως και την Αμερική) του '30 να συνομιλούν με το μεγαλείο της ελληνικής υπαίθρου.
Το τολμηρό αυτό μείγμα στο σύνολό του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί έξυπνο, τη στιγμή δε που επανασυστήνει ένα πρωτοπόρο σε ύφος λογοτεχνικό κείμενο, που και στις μέρες μας εξακολουθεί να συγκινεί για την πληθωρικότητα του γλωσσικού ιδιώματός του.
Το αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς πιο επιδραστικό αν είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά τα σοβαρά ηχητικά προβλήματα που, ειδικά στην αρχή της παράστασης, καπέλωναν ή ακόμα και εξαφάνιζαν την αφήγηση.
Στέλλα Xαραμή «Μα καλά, περφόρμανς σε έργο του Σκαρίμπα με μπλούζα Motorhead;», αναρωτιέμαι παρακολουθώντας τον Αρη Μπινιάρη να παίρνει τη θέση του στο main stage του Bios. Μαζί με την ολιγομελή του μπάντα – αποτελούμενη από μπάσο (Τάκης Βαρελάς), ντραμς (Βασίλης Γιασλακιώτης) και τη δική του κιθάρα. Κι όμως, η εξέλιξη της παράστασης «Το θείο τραγί» δικαιώνει την... παραφωνία. Ο Μπινιάρης καταπιάνεται (πρόκειται για τη δεύτερη παρουσίαση του έργου μετά το χειμώνα του 2011) με την ιστορία ενός περιπλανώμενου νεαρού αλητάκου, ενός αγριμιού που στα χρόνια του Μεσοπολέμου (το έργο κυκλοφόρησε το 1933) χαίρεται το βίο του εφήμερου. Ο Σκαρίμπας τον υπερασπίζεται όπως κάθε συγγραφέας κάνει για έναν αντιήρωα, καθώς ασκεί κριτική στις συμβάσεις της τότε κοινωνίας, κινείται ενάντια στις καθιερωμένες αξίες και συντρίβει με το θράσος του τη ματαιοδοξία των πλουσίων. Ο ήρωας αυτός, ο Γιάννης, πιάνει δουλειά σαν σταβλίτης σ’ ένα αρχοντικό του καιρού του και καθώς καλοβλέπει την κυρία του σπιτιού, όχι μόνο δεν διστάζει να της ριχτεί αλλά τελικά την «αποπλανεί» χαρίζοντας της δε και τον διάδοχο που δεν μπορεί να της δώσει ο προύχοντας και καθωσπρέπει άνδρας της.
Αυτή, λοιπόν, την «αναρχική» για την εποχή της ιστορία, ο Αρης Μπινιάρης την παρουσιάζει όπως περίπου της αρμόζει: με ανατρεπτικό τρόπο. Αρχής γενομένης από το κίτρινο t-shirt του, στο οποίο φιγουράρει το λογότυπο της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής heavy metal band. Σχεδόν σαν να σε προϊδεάζει αυτή η επιλογή για τη συνολική αισθητική της περφόρμανς.
Ο ηθοποιός με attitude ροκ σταρ και τη μουσική συνοδεία ροκ ψυχεδελικών ήχων, ξεκινά να μιλάει ορμητικά τον λόγο του Σκαρίμπα. Η ποιητική και σκωπτική αφήγηση ενός (φαινομενικά) βουκολικού στόρι συναντά στην ερμηνεία του μια παιγνιώδη σφοδρότητα, μια κυνική στάση. Το τοπίο του κάμπου, η λατρεία της φύσης, ξυπνούν σαν λαϊκές ζωγραφιές κάτω από σκοτεινούς, εφιαλτικούς ήχους που σε σημεία μοιάζουν να παίρνουν τη μορφή ενός χορικού. Ο Αρης Μπινιάρης διακρίνει και εκμεταλλεύεται την ποιητικότητα, την ηχητική και μουσική δυναμική που έχει ο λόγος του συγγραφέα και την εφαρμόζει πάνω στο νεύρο – και γιατί όχι στη θεατρικότητα – της ροκ ψυχεδέλειας. Το βλέμμα του κρύβει μια επιτηδευμένη τρέλα, μια μανία κι ο ήχος της φωνής του έχει μια, ηθελημένα, έντονη ειρωνεία• επιχειρώντας προφανώς να αποδώσει την αντι-κανονική συμπεριφορά του ήρωά του.
Πίσω του, πάνω σε μια υπερμεγέθη οθόνη, προβάλλεται ασπρόμαυρο αρχειακό υλικό με καταγωγή στα χρόνια του Μεσοπολέμου – συνομήλικο δηλαδή του έργου του Σκαρίμπα. Να μια ακόμα ενδιαφέρουσα αντίθεση: Εικόνες από την αστική Ευρώπη (ίσως και την Αμερική) του '30 να συνομιλούν με το μεγαλείο της ελληνικής υπαίθρου.
Το τολμηρό αυτό μείγμα στο σύνολό του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί έξυπνο, τη στιγμή δε που επανασυστήνει ένα πρωτοπόρο σε ύφος λογοτεχνικό κείμενο, που και στις μέρες μας εξακολουθεί να συγκινεί για την πληθωρικότητα του γλωσσικού ιδιώματός του.
Το αποτέλεσμα θα ήταν σαφώς πιο επιδραστικό αν είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά τα σοβαρά ηχητικά προβλήματα που, ειδικά στην αρχή της παράστασης, καπέλωναν ή ακόμα και εξαφάνιζαν την αφήγηση.
Στέλλα Xαραμή
ΠΗΓΗ:tospirto.net