Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας»
του Σαίξπηρ, τη νέα παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού στην ανακαινισμένη σκηνή Ρεξ-Κοτοπούλη.
O Μιχαήλ Μαρμαρινός χτύπησε σαν ταύρος τα κέρατα (υπάρχουν άλλωστε πολλά… διαθέσιμα στο πρωτότυπο σεξπιρικό κείμενο) πάνω στο «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Συγκρούεται εν πλήρει γνώση μετωπικά και με το έργο και με τα παρασταστασιολογικά στερεότυπα που έχει φορτωθεί σαν βαρίδια με τα χρόνια. Δεν το «πληγώνει» αλλά το μεταμορφώνει συθέμελα, δομικά, σε ένα σύγχρονο ανυπόφορο εφιάλτη.
Αν το κοινό δεν είναι μυημένο στο θέατρο του μεταμοντέρνου, το θέατρο της επανερμηνείας, της ανασύνθεσης και αποσύνθεσης, αν περιμένει να δει πράσινα δάση, τρισχαριτωμένα ξωτικά που χοροπηδούν και ερωτευμένους που ερωτοτροπούν με ευαισθησία κι ελαφρότητα, απογοητεύεται στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, που ξανανοίγει το Ρεξ-Κοτοπούλη, μετά από δύο χρόνια εργασιών (οι σκαλωσιές γιατί, αλήθεια, παραμένουν ακόμη στην είσοδο δυσχεραίνοντας την πρόσβασή μας;).
Την αμηχανία της πλατείας τη ζήσαμε στην ατυχή πρεμιέρα. Διότι τα αληθινά ζητήματα που προκύπτουν από την ενδιαφέρουσα, αλλά ετεροβαρή σκηνική πρόταση διογκώθηκαν από τα παροδικά τεχνικά προβλήματα που ανέκυψαν απρόσμενα. Η πρεμιέρα στην πραγματικότητα, όπως πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων, ήταν η γενική πρόβα - με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και να συμπαρασύρει.
Πάρα ταύτα, θεωρώ προϋπόθεση για να αντέξει κάποιος τις 3,5 ώρες της αργόσυρτης και άρρυθμης ακόμη (ως την πρεμιέρα τουλάχιστον) σκηνικής δράσης, να γνωρίζει στοιχειωδώς το πρωτότυπο κείμενο. Διαφορετικά -βοηθουσών των τεχνικών εμπλοκών- κινδυνεύει να πελαγοδρομήσει. Στην πράξη ωστόσο ακόμη και ο θεατής που γνωρίζει τη σεξπιρική πρόζα δύσκολα συμφιλιώνεται με το ξωτικό-αρχέτυπο, τον εμβληματικό σκανδαλιάρη Πουκ (Εύη Σαουλίδου), στη δύσθυμη, αν όχι καταθλιπτική βερσιόν του Ρεξ, με το ανέκφραστο προσωπείο. Φιγούρα που παραπέμπει σε μαυροντυμένο νεαρό των Εξαρχείων και την περισσότερη ώρα - από πλήξη άραγε;- τρώει πασατέμπο! Εξίσου δύσκολο είναι στη θέση των «λαμπερών» βασιλιάδων Όμπερον (Περικλής Μουστάκης) και Τιτάνιας (Διώνη Κουρτάκη), ο θεατής να αποδεχτεί έναν βαρύθυμα καθισμένο άνδρα με προσωπείο (ήταν άθλος να αντιληφθούμε ποιος μιλούσε πίσω από τις μάσκες στην πρεμιέρα) και, συγχρόνως, μια κατατονική διαρκώς ξαπλωμένη ηρωίδα.
Δάσος ασφαλώς ούτε για ίχνος δεν υπάρχει στο ερμητικά σκοτεινό, κλειστοφοβικό σύμπαν που στήνει ο καλός σκηνοθέτης. Όσο για τον έρωτα, παύει να είναι γιορτή. Απογυμνώνεται από κάθε αίσθημα και ρομαντισμό και ξεμπροστιάζεται ενώπιον των θεατών σαν ένα είδος ανταλλάξιμο.
Ηλιαχτίδες φωτός «θερμαίνουν» το πεσιμιστικό, ψυχρό σαν από μάρμαρο «Όνειρο» του Μιχαήλ Μαρμαρινού στις σκηνές του θεάτρου εν θεάτρω: στην προσπάθεια αφελών κοινών θνητών να ανεβάσουν το ερωτικό δράμα «Πύραμμος και Θίσβη». Είναι πραγματική απόλαυση οι ηθοποιοί του Αγγελική Νικολούζου, Γιάννης Βογιατζής, Παναγιώτης Παπαιωάννου, Γιώργος Κριθάρας, Χάρης Τσιτσάκης και Γιώργος Μπινιάρης. Εξ ου κι όσοι αποχωρούν μετά το διάλειμμα χάνουν το καλύτερο και πιο ευφορικό κομμάτι της παράστασης – αν και ως τέτοιο μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να εκληφθεί και η πρώτη σκηνή ευωχίας με οικοδεσπότη το Θησέα (απόλαυση ο εικαστικός Αγγελος Παπαδημητρίου στο ρόλο).
Ο Νίκος Κουρής- Λύσσανδρος εγκλωβίζεται στη μανιέρα μιας συγκρατημένης φωνασκίας. Να φταίει η ένταση της εξαιρετικής μουσικής του Δημήτρη Καμαρωτού, που «επιβάλλεται» πάνω στις φωνές των ηθοποιών; Στις ευτυχίες της παράστασης, εκτός από την εύστοχη σύγχρονη Ερμία (με σνίκερς, προσωπείο και επιγονατίδες) της Ιωάννας Παππά, συγκαταλέγεται και η επιστροφή στη σκηνή (για το ρόλο της Ελένης) μιας σημαντικής ηθοποιού, της Ιωάννας Τσιριγκούλη. Διασώθηκαν παρ’όλη την τεχνολογική… ατυχία της πρεμιέρας: από τεχνικό λάθος οι ασταμάτητες ριπές καπνού κυριολεκτικά ψέκαζαν το κοινό, θυμίζοντας εμπόλεμη ζώνη διαδηλώσεων κι αναπαράγοντας αντανακλαστικά άμυνας. Η παράσταση μπορεί να έχει και ανθρώπινο γυμνό, αλλά δεν εμπεριέχει το στοιχείο της πρόκλησης με την ωμότητα που το ζήσαμε στο « Όνειρο» που έφερε προ ετών στη φεστιβαλική Πειραιώς ο Τόμας Οστερμάγερ. Ο Έλληνας σκηνοθέτης είχε ανάλογη με τον ανανεωτή της βερολινέζικης «Σαουμπίνε» διάθεση για επανερμηνεία του κειμένου με βασανιστικά σύγχρονους όρους. Το γεγονός μπορεί να «αδικεί» για κάποιους το σεξπιρικό έργο, αλλά είναι μια συνεπής δέσμευση.
Υπάρχει «σκληρή» επεξεργασία, σκέψη και βάσανος πίσω από την πρόταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, που για να αντέξει χρειάζεται γενναίο «ψαλίδι», έχει συνέπεια στο ιδεολογικό κομμάτι της. Ακόμη και η παρουσία του Ντοναλντ Ντακ (και στη θέση της γαιδουροκεφαλής εμφανίζεται το κεφάλι του Ντόναλντ) μπορεί να ερμηνευτεί εντός ενός σύγχρονου context.
Με άλλα λόγια, κάτω από τη νέον επιγραφή Rex (σκηνική αναπαραγωγή της μαρκίζας του θεάτρου, που φλερτάρει με την ιδιότητα του Όμπερον και δίνει τον τόνο των εγκαινίων του –υποτίθεται- ανασκευασμένου θεάτρου) ο σκηνοθέτης, αποφεύγοντας την εύκολη πεπατημένη, στήνει ένα σκοτεινό συγκρουσιακό μετα-όνειρο της Αθήνας του 2012, απομαγεύοντας απόλυτα το σεξπιρικό παραμύθι. Η συγκυρία δεν ευνοεί ασφαλώς -και ούτε ανέχεται- το παραμύθι.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ