“Η μικρή μας πόλη” (1938) είναι το πολυπαιγμένο και πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ (1897-1975), του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα, απόφοιτου του Γέιλ και του Πρίνστον, νικητή τριών Πούλιτζερ.
Της Κατερίνας Διακουμοπούλου
Το έργο του Ουάιλντερ περιγράφει τη ζωή σε μία ανύπαρκτη αμερικανική μικρή πόλη, όπου οι οικογένειες Gibbs και Webb μεγαλώνουν τα παιδιά τους στην ίδια γειτονιά. Ο Τζορτζ και η Έμιλι παντρεύονται και έπειτα από εννέα χρόνια η Έμιλι πεθαίνει στη γέννα. Ένα οικουμενικό και διαχρονικό έργο σε σχέση με τον κύκλο της ζωής.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΘΒΕ
Αναμφισβήτητα το σκηνικό εγχείρημα του Γιάννη Βούρου, καλλιτεχνικού διευθυντή του φορέα και σκηνοθέτη της εν λόγω παράστασης, συνιστά μία ευφρόσυνη φαντασμαγορία. Τα ποικίλα σκηνοθετικά τερτίπια του κ. Βούρου παρήγαγαν υπέροχες ευανάγνωστες σκηνικές εικόνες, οι οποίες εμπλούτισαν την οπτική απλότητα: Τα αόρατα οικιακά αντικείμενα σηματοδοτούνται από τους αναγνωριστικούς ήχους τους (μπιζέλια πέφτουν στη μεταλλική λεκάνη, το νερό χύνεται στο ποτήρι κ.ά.). Δύσκολες ενέργειες συγχρονισμού, που εκτελούνται με απόλυτη συνέπεια από τους ηθοποιούς, δεδομένου μάλιστα ότι οι εν λόγω οικιακές δραστηριότητες είναι αμέτρητες (αλληγορία σε σχέση με τις άσκοπες επαναλαμβανόμενες ενέργειες της ζήσης…). Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν επίσης η χρήση του κόκκινου νήματος και η αξιοποίηση του βάθους της σκηνής. Οι σκηνικές στιγμές της ερωτικής εξομολόγησης και του όρκου είναι τέλεια σχεδιασμένες και υλοποιημένες, υπογραμμίζοντας τους συμβολισμούς: “Το ελάχιστο μπορούσε να είναι πολύ… περπατάς σαν χαμένος υπνοβάτης”: το χιόνι, το μπαλάκι του μπέιζμπολ, το “τραπέζι-κούνια” (αναφορά στην παιδικότητα των ανομολόγητων), οι χάρτινες “τσοκολάτες”, το αρκουδάκι, το άγουρο χτύπημα της γροθιάς στο τραπέζι… Υπέροχη διστακτικότητα… Τεχνικά και ουσιαστικά είναι η καλύτερη σκηνή της παράστασης…
Από την άλλη βέβαια 76 χρόνια μετά την πρεμιέρα του έργου η σκηνοθεσία όφειλε να προτάσσει άποψη, αποφεύγοντας τον ασφαλή όρμο της συναισθηματολογίας. Η ανάγνωση του Γιάννη Βούρου αποπνέει μεθυστικό άρωμα νοσταλγίας, υπερευαισθησίας και λυρισμού. Όμως “Η μικρή μας πόλη” επιτάσσει να ζήσουμε το παρόν όσο ποτέ άλλοτε. Το 2014 οι μελιστάλαχτες προσεγγίσεις δεν αγγίζουν τα μύχια της ύπαρξης, δεν υπενθυμίζουν πόσο πολύτιμη είναι η ζωή. Δεν μπορείς να αγνοείς την πικρή ειρωνεία και το σαρκασμό για τον ανώφελο βίο της φθαρτής ύπαρξης: “Τόση μόρφωση για το τίποτα… συνηθισμένη μικρή πόλη, ήσυχη, ανιαρή… ο γάμος είναι γελοία υπόθεση… οι προλήψεις κρύβουν λογική… το γάμο, παιδί μου, τον σκάρωσαν οι γυναίκες… είναι σκληρό να στέλνουμε τα κορίτσια μας στο γάμο έτσι άμαθα… αγωνία, σύγχυση… γάμος: μία φορά στις χίλιες έχει ενδιαφέρον… τι απαίσια που ήταν η ζωή και τι υπέροχη… δεν είχαμε χρόνο να δούμε αληθινά ο ένας τον άλλο… ώστε αυτό είναι οι ζωντανοί: άνθρωποι τυφλοί… έφθασε ο μάγος που σταματά το χρόνο” κ.ά.
Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικά επίκαιρο, το οποίο όμως στην τωρινή πραγμάτωσή του δεν ένιωσα ότι με αφορούσε. Δεν αισθάνθηκα ούτε μία στιγμή πολίτης του μυθικού Γκροβ Κόρνερ. Οι λίγες στιγμές της απεύθυνσης των ηθοποιών στο κοινό ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, ένα εφέ αναγνώρισης και ταύτισης, αλλά δεν αρκούσε για την οικειοποίηση. Η καθοριστικότερη -αλλά ελάχιστη- σκηνή εμπλοκής των θεατών ήταν, όταν ο Τζορτζ και οι φίλοι του διέσχισαν μέρος της πλατείας πριν από το γάμο.
Η μουσική και η μουσική επιμέλεια (Ζέττα Νικολαΐδου) υπογραμμίζουν καίρια τη σκηνοθεσία. Τα χρηστικά, έξυπνα επινοημένα σκηνικά και τα ενδιαφέροντα κοστούμια (Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και Ράνια Υφαντίδου) ανανεώνουν όλο το σκηνικό εγχείρημα. (Τα “πρασινισμένα” μνήματα της τρίτης πράξης ήταν καταπληκτική ιδέα…). Τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου υποβάλλουν αριστοτεχνικά.
ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Ο Μάνος Ζαχαράκος (αφηγητής) παρασύρθηκε από τη μελαγχολία της ματαιότητας. Προσωπικά θεωρώ ότι θα είχε πιο ενδιαφέρον, αν ήταν σαρκαστικός, ανυπόμονος, διεκπεραιωτικός, βαριεστημένος, απρόσωπος, ψυχρός και όχι γλαφυρά νοσταλγικός, με τετριμμένο ύφος συμβουλών. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Δημήτρης Σιακάρας (γιατρός Γκιμπς), ενώ ο Γιάννης Καλατζόπουλος (κύριος Τσάρλι Γουέμπ) είναι εύστοχα υπαινικτικός και απόλυτα εξισορροπητικός (η σκηνή του τηλεφωνήματος είναι ανεπανάληπτη), η Ελένη Θυμιοπούλου (κυρία Τζούλια Γκιμπς) εξελίσσεται σε σημαντική ηθοποιό του Κρατικού, η Μαριαλένα Ροζάκη (Έμιλι Γουέμπ) στον αβανταδόρικο ρόλο της είναι μονότονη και ανέκφραστη, η Αριέττα Μουτούση (κυρία Μύριαμ Γουέμπ) άνευρη. Ο Χρήστος Παπαδημητρίου (Τζορτζ Γκιμπς) υποδύεται με συγκινητική αφέλεια και σαφείς εναλλαγές ύφους. Ο Τάσος Πανταζής (ιερέας) αφουγκράζεται όσο κανείς την ανάγκη για ένα παίξιμο κόντρα στην προφάνεια της συναισθηματολογίας.
Πάντως στο τέλος της παράστασης δεν παρατήρησα “τους θεατές να χαμογελούν ο ένας στον άλλον με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση λύτρωσης”, όπως θα ήθελε ο σκηνοθέτης σύμφωνα με το σκηνοθετικό σημείωμα του προγράμματος. Μονοπώλησε την κουβέντα των εξερχόμενων θεατών η δυσφορία από τη χρήση του καπνού.
Πηγή: makthes.gr