Το Αρμαντέιλ του Wilkie Collins είναι γραμμένο το 1866 και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου μυθιστορήματος. Δεν είναι ευρέως γνωστό, παρά την γεμάτη σασπένς πλοκή του και τους πολυεπίπεδους-περίπλοκους χαρακτήρες του, που φθάνουν στον βυθό της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Η θεατρική του μεταφορά είναι μια πραγματική πρόκληση, όχι μόνο λόγω του τεράστιου μεγέθους του, αλλά και λόγω της μεγάλης ποικιλίας των εικόνων, της πλούσιας αφηγηματικότητας και του βαθυστόχαστου και εύκαλλου λογοτεχνικού του λόγου. Η παράσταση που έστησε ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης με την ομάδα του έχει φέρει εις πέρας την δύσκολη αποστολή της και στήνει μία εύρυθμη παράσταση, σκηνοθετικών αξιώσεων σε μια minimal, αλλά με έντονο προσωπικό στίγμα, αισθητική και με έναν θίασο, που κερδίζει τις εντυπώσεις.
Το έργο
Μία παράξενη διαθήκη φέρνει στο φως ένα θαμμένο μυστικό του παρελθόντος: ένα έγκλημα έχει σφραγίσει την ζωή δύο νεαρών αγοριών, που η μοίρα βάπτισε με το κοινό όνομα Άλαν Αρμαντέιλ. Μία μυστηριώδης γυναίκα, η Λύντια Γκουίλτ, γνωρίζει το μυστικό και θα θέσει σε τροχιά ένα επικίνδυνο σχέδιο, προκειμένου να επωφεληθεί και να γίνει κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας. Οι δύο άντρες γνωρίζονται τυχαία και συνδέονται με γνήσια και βαθιά φιλία. Μόνον ο ένας γνωρίζει το μυστικό που τους συνδέει και έχει θέσει ο ίδιος στον εαυτό του ως ύψιστη αποστολή, την προστασία του φίλου του.
Ένα έργο που προσιδιάζει σε ψυχολογικό θρίλερ, χαρτογραφεί το άδυτο και το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής, ενώ υμνεί την ανδρική φιλία και διερευνά την δύναμη των παιχνιδιών της μοίρας, την αβυσσαλέα γυναικεία ψυχολογία, την καταστροφική δύναμη του έρωτα, την ανθρώπινη αδυναμία και κλίση προς την εξαπάτηση, την εκμετάλλευση και την συνομωσία και την αιώνια μάχη του καλού και του κακού που διαμείβεται όχι μόνον στην ευρύτερη σκακιέρα του κόσμου, αλλά και μέσα στην ίδια την ψυχή του ανθρώπου.
Κείμενο με καταιγιστικό ρυθμό και πύκνωση νοημάτων, που διασκεύασαν μεστά και με δεμένο-σφιχτό τρόπο η Μαρία Κίτσου και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή τον θεατή, παρά την σχεδόν τετράωρη διάρκεια της παράστασης.
Η παράσταση
Η σχεδόν γυμνή σκηνή αποδεικνύεται έξοχη σκηνοθετική επιλογή, καθώς η μινιμαλιστική αισθητική συντελεί στην δημιουργία ατμόσφαιρας (στην οποία συμβάλλουν και οι φωτισμοί του Τάκη Λυκοτραφίτη), καθώς διευκολύνεται η απεικόνιση διαφορετικών χώρων με τον θίασο να παραμένει στην σκηνή ακόμα και σε στιγμές που δεν παίζουν όλοι, διατηρώντας έτσι μια μυθιστορηματική συνέχεια. Έξυπνη λύση η σκηνοθετική επιλογή για την χρήση του μικροφώνου, ενώ ξεχωριστός πρωταγωνιστής της παράστασης τα έξοχα κοστούμια των Ηλένια Δουλαδίρη και Παναγιώτη Λαμπριανίδη.
O Κωνσταντίνος Ασπιώτης, που πέραν της σκηνοθεσίας, κρατάει και έναν από τους δύο βασικούς ανδρικούς ρόλους, επιλέγει μία κρατημένη και στιβαρή ερμηνευτική γραμμή, που λειτουργεί επιτυχημένα ως συμπληρωματική με την πιο εξωστρεφή και πιο upbeat ερμηνεία του Λάζαρου Βαρτάνη, που υποδύεται τον έτερο Άλαν Αρμαντέιλ. Από τους άνδρες της ομάδας, ξεχωρίζει ο Φάνης Παυλόπουλος, που στον ρόλο του γερο-Μπάσγουντ πετυχαίνει ένα συγκλονιστικό κράμα δημιουργίας ενός χαρακτήρα που αφυπνίζει τον οίκτο όσο και την οργή, σκιαγραφώντας ένα εξαιρετικά ολοκληρωμένο ανθρώπινο πορτρέτο και ίσως τον πιο πολυδιάστατο χαρακτήρα της παράστασης.
Ο Χάρης Αττώνης, σηκώνει στους ώμους του δύο εκ διαμέτρου αντιθετικούς χαρακτήρες, αυτόν του ιερέα και του γιατρού, τους οποίους έπλασε με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο και στην περίπτωση του γιατρού, σχεδόν δαιμονικό. Πολύ καλός και σωστός στους μικρότερους ρόλους του και ο Μάριος Μακρόπουλος. Από τις γυναίκες, πρωτοστατεί μία, σχεδόν ανατριχιαστική σε στιγμές, Μαρία Κίτσου που ζωντανεύει την ηρωίδα της χωρίς να την κρίνει, αποτυπώνοντας τις εγγενείς της αντιφάσεις, μεταπτώσεις και αμφιταλαντεύσεις. Από τους μικρότερους ρόλους, κλέβει τις εντυπώσεις η Σύνθια Μπατσή στον ρόλο της κυρίας Όλντερσο, με την εκπληκτική περσόνα που έχτισε σωματικά και λεκτικά. Η Ελένη Κάκκαλου έχει μια εξαιρετική στιγμή στον ρόλο της κυρίας Μιλρόι, ενώ χαριτωμένη η Ζωή Καραβασίλη στον ρόλο της Νίλι, αν και σε στιγμές η ερμηνεία της την οδηγούσε σε μία ταχυλογία, που μας στερούσε κάτι από την απόλαυση του ρόλου.
Μία παράσταση που αξίζει να δείτε και ένα έργο που θα σας κρατήσει σε αγωνία μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο και θα σας χαρίσει μερικές πραγματικά αλησμόνητες ερμηνείες.
Πηγη: mytheatro.gr