Πενήντα δύο χρόνια χρειάστηκε να περάσουν για να επιστρέψει η Comedie Francaise, η ιστορική γαλλική σκηνή που ίδρυσε ο Μολιέρος το 1680, στη χώρα μας. Μισός αιώνας. Στο μεσοδιάστημα οι παραστάσεις της έπαψαν να αποτελούν το αντικείμενο των καλλιτεχνικών και ευρύτερων συζητήσεων. Ο θεσμός «βάρυνε», αναπαράγοντας το ίδιο, που όμως ήταν παλιό. Συγκεκριμένα, ένα στέρεο, παλαιάς κοπής, στατικό θέατρο λόγου.
Τελευταία, επιχειρώντας ανοίγματα στο νέο, με σκοπό την ανανέωση, κάλεσε ακόμα και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό για να σκηνοθετήσει Ρακίνα -τη «Φαίδρα».
Η παράσταση της «Αντιγόνης» του Ανούιγ με την οποία μας επισκέφτηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Μέγαρο Μουσικής, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας στο πλαίσιο του προγράμματος «Ελλάς Γαλλία – Συμμαχία 2014», ήταν μια επιλογή που συγκίνησε το ελληνικό κοινό, παρότι δεν κατόρθωσε να απαλλάξει εντελώς το χρόνο από το κείμενο -γράφτηκε το 1944.
Στην «εξανθρωπισμένη», γειωμένη, ψυχολογική, ολίγον φλύαρη μεταγραφή του κορυφαίου Γάλλου δραματουργού, ο Κρέων έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μπαίνει στη λογική των διλημμάτων, είναι διαλλακτικός, μιλά για τα «ναι» και τα «όχι» της εξουσίας, το απεχθές «επάγγελμα» της πολιτικής.
Όμως, το κείμενο, αυτούσιο, κουράζει πλέον. Ειδικά, όταν η παράσταση δεν έχει τα μέσα ή τη διάθεση μιας γενναίας ανανέωσης ή μιας σύγχρονης μεταφοράς.
Ο σκηνοθέτης Μαρκ Πακέν δεν επενέβη ιδιαίτερα στο πρωτότυπο. Αρκέστηκε σε μια φωνακλού αφηγήτρια -Βερονίκ Βελά- που ανάβει τσιγάρο –ένας «καμμένος» μοντερνισμός-, και μια Αντιγόνη (Φρανσουάζ Γκιγιάρ) εξαιρετικά σωματική -γίνεται κουβάρι και κυλιέται στο έδαφος, σκαρφαλώνει στις καρέκλες κ.ο.κ.
Καμία άλλη παρέμβαση δεν έγινε –πέρα από τα σύγχρονα κοστούμια- ώστε το κείμενο να ανασάνει μαζί με το κοινό φρέσκο αέρα. Ειδικά, όταν εμφανίζεται ο Κρέων, το πρόβλημα διογκώνεται.
Είναι ομολογουμένως πρόταση η επιλογή των σωματοτύπων της Αντιγόνης και του Κρέοντα. Η μικροσκοπική Φρανσουάζ Γκιγιάρ φαντάζει σαν τον Δαυίδ δίπλα στον θεόρατο Γολιάθ Μπρουνό Ραφαελί.
Όμως, ο ηθοποιός παρότι έχει υποβλητική και ταιριαστή με ρόλο του τυράννου παρουσία, είναι πιο άκαμπτος και παγερός απ’ό,τι απαιτεί ο Ανούιγ, ένας «τοίχος» απέναντι στην δονούμενη Γκιγιάρ.
Η σκηνογραφία του Ζεράρ Ντιντιέ και οι φωτισμοί της Ντομινίκ Μπριγκέρ δημιουργούν το κατάλληλο κέλυφος για αυτή τη σύγχρονη τραγωδία της εξουσίας και της συνείδησης, που ναι μεν μας αφορά αλλά απαιτεί, σε αντίθεση με τον Σοφοκλή, δραστική δραματουργική επεξεργασία για να «αντέχει».