Η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα, που στην παράσταση αυτή, δικαίως έχει τον πρώτο ρόλο. Φεύγοντας από την παράσταση έχεις καταλάβει πόσο ίδιοι και πόσο διαφορετικοί ήμαστε με τους προγόνους μας. Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν μια πόλη πολυπολιτισμική και αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που μας δίνει αυτή η παράσταση (οι Εβραίοι στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν πολύ περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και από τους Οθωμανούς και από τους Έλληνες, για αυτό και ακούσαμε πολύ σωστά ακόμη και Σεφαραδίτικα τραγούδια), μας ταξίδεψαν μουσικά, αλλά και με άλλους τρόπους, όχι όμως πάντα όπως έπρεπε, και τι εννοώ΄ καλή η ενδυματολογική προσπάθεια (αλλά επειδή η θέση μου ήταν μπροστά) έχω τις ενστάσεις μου, όπως’ στους παραδοσιακούς χορούς είδα χορευτές να φορούν αθλητικά παπούτσια (ανεπίτρεπτο), στη Θεσσαλονίκη μια πόλη που γέμισε με πρόσφυγες οι περισσότεροι ήταν ρακένδυτοι βρώμικοι ξυπόλητοι ή με πανιά δεμένα στα πόδια από υφάσματα που περίσσευαν, πεινασμένοι, η φτώχεια αιωρούνταν στις πρόχειρες παράγκες που έστηναν για να επιζήσουν, αυτό εδώ δεν το ένιωσα!!! Στο θέατρο η εικόνα είναι πιο δυνατή από οτιδήποτε και αυτή είναι που σε πείθει και σε μεταφέρει νοητά σε άλλες εποχές, αν έχει ψεγάδια δεν μπορεί να σε συγκινήσει.
Οι στιγμές που συγκινήθηκα πραγματικά και ανατρίχιασα ήταν όταν ένα παλληκάρι αδύνατο ψηλό με σγουρό μαλλί (που ας με συγχωρέσει μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να μάθω το όνομα του, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα απασχολήσει το πανελλήνιο αυτή η φωνή και εμένα φυσικά) έψαλε ένα βυζαντινό ύμνο, αλλά και σε ότι άλλο τραγούδησε, ανεπανάληπτος.
Επίσης συγκινητική και η παρουσία της Ζωζώς που δικαιολογεί το μύθο που υπάρχει γύρω από το όνομα της, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, εκπέμπει φως, και με την αμεσότητα της και την στωικότητα στο λόγο της, σε κάνει να νιώθεις ότι αν μπορούσε όλους εμάς θα μας είχε καθημερινά στο σαλόνι της γιατί είμαστε η τροφή της, ο αέρας που αναπνέει, από εμάς (το κοινό) παίρνει ενέργεια και συνεχίζει να είναι δροσερή και όμορφη, ότι περιμένει την στιγμή που θα αρχίσει η παράσταση πως και πως, γιατί χαίρεται μ αυτό που κάνει, και το κάνει σωστά, είναι η μόνη που έχει απεύθυνση στο λόγο της προς τους θεατές, κάτι που δεν εισπράττεις από την Μαριώ που είναι πιο διεκπεραιωτική και με περιορισμένες δυνατότητες.
Σε γενικές γραμμές υπερπαραγωγή αυτή η παράσταση, που πρέπει να απλωθεί και να μεταφερθεί παντού στην Ελλάδα, για να μας δείχνει ότι είναι σημαντικά αυτά που μας ενώνουν, και ασήμαντα αυτά που μας χωρίζουν, ότι το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ, και οι λαοί είναι κομμάτια ενός παζλ που χρειάζεται κάθε κομμάτι για να έχουμε μια εικόνα.
ΠΗΓΗ: culture.thessaloniki-portal.gr