Διαβάσαμε την πολύ ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη κριτική του Δ. Τσατσούλη στην Ελευθεροτυπία για την παράσταση Dada Masilo - The Dance Factory «Η λίμνη των κύκνων» για το Φεστιβάλ Αθηνών -Πειραιώς 260. Κεντρικό θέμα το μετα-αποικιακό θέατρο και η εξέλιξή του και πως αυτή εκφράζεται μέσα από τη χορευτική σκηνή του με μια πρωτότυπη εκδοχή της κλασικής "Λίμνης των κύκνων".
Το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο στην απολαυστική παράσταση που δημιούργησε η εκ Γιοχάνεσμπουργκ ορμώμενη χορεύτρια και χορογράφος Ντάντα Μαζίλο ή στους εξαιρετικής τεχνικής χορευτές της ομάδας της, με αφορμή την εμβληματική «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι. Αλλά επεκτείνεται στον τρόπο που οι Νοτιοαφρικανοί καλλιτέχνες οικειοποιούνται και επαναπροσδιορίζουν τα κλασικά έργα της δυτικής κουλτούρας στη μετα-απαρτχάιντ εποχή.
Η δεξιοτεχνία των δεκαέξι χορευτών της ομάδας, η μετάβασή τους από τις τεχνικές του κλασικού μπαλέτου με τις πουέντ, τις πιρουέτες και τα ζετέ σε αφρικανικούς έντονους ρυθμούς, η σοβαρότητα και η λιτότητα σε εναλλαγή με τη στιβαρή ρυθμική σωματικότητα και τις κραυγές δημιουργούν αναντίρρητα ένα δελεαστικό θέαμα ακόμη και για τους θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με το χορό -κλασικό ή μοντέρνο.
Ταυτόχρονα, η μουσική του Τσαϊκόφσκι συνδιαλέγεται με τους ήχους συνθετών σύγχρονης μουσικής, όπως ο Arvo Prat ή ο Steve Reich αλλά και των Rene Avenant και Camille Saint-Saens. Ενας μουσικός διάλογος που λειτουργεί αντιστικτικά αλλά δηλώνει σκηνικά περιβάλλοντα και καταστάσεις, επιτρέποντας και στους χορευτές να ανοίξουν κινησιακό διάλογο μεταξύ του προκαθορισμένου κλασικού χορευτικού λεξιλογίου και της αποδόμησής του. Γεγονός που δεν αποκλείει διόλου κομμάτια του έργου να αποδίδονται με όλη την άψογη τεχνική τέλειων σωμάτων, με αποκορύφωμα το χορό του Μαύρου Κύκνου που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ερμηνεύεται από εξαίρετο στην πλαστικότητα σώματος και πέταγμα των χεριών άντρα χορευτή με την κλασική λευκή tutu.
Σεβασμός και παρωδία
Η παρουσία του δεν είναι αυθαίρετη αλλά ενταγμένη στη νέα σύλληψη των «Κύκνων». Οι γονείς του πρίγκιπα Ζίγκφριντ οργανώνουν χωρίς τη συγκατάνευσή του το γάμο του με μια νεαρή. Οι αντιρρήσεις του κάμπτονται και ο γάμος πραγματοποιείται όταν εμφανίζεται ο Μαύρος Κύκνος-εραστής του Ζίγκφριντ και αποκαλύπτει την αλήθεια, προκαλώντας απέχθεια στους καλεσμένους και όνειδος στους γονείς του. Ο στιβαρός αντίζηλος, όμως, θα συνεχίσει να διεκδικεί το δικαίωμά του, χαρίζοντας έτσι υπέροχες κλασικές χορογραφίες μεταξύ των δύο εραστών και της συζύγου.
Η Μαζίλο παίζει διαρκώς μεταξύ σεβασμού του κλασικού και παρωδίας του, δίπολο που δηλώνεται εξ αρχής με την κλασική είσοδο του corps du ballet με λευκές tutu και κουάφ με φτερά -όπου με έκπληξη διακρίνει κανείς αναμεμειγμένους άντρες και γυναίκες ξυπόλητους χορευτές- αλλά και με την εν είδει παράβασης εκφορά ενός χιουμοριστικού, αποδομητικού κειμένου γύρω από την παραδοσιακή δομή του κλασικού μπαλέτου το οποίο εκφέρει χορεύτρια, αποκομμένη προσωρινά από το σώμα των κύκνων. Το ίδιο παιχνίδι συνεχίζεται καθ' όλη την παράσταση ενώ στο τέλος, στο θάνατο του κύκνου, όλο το μπαλέτο εμφανίζεται με γυμνό κορμό και μαύρες μακριές φούστες.
Διαφορετικότητα - Υβριδικότητα
Τα στοιχεία αποδόμησης του κλασικού μπαλέτου, η μείξη και η ουσιαστικά ισότιμη μεταχείριση χορευτών και χορευτριών όπου οι κλασικές χορευτικές στάσεις ή κινήσεις που το κλασικό μπαλέτο έχει προδιαγράψει κατά φύλο αμφισβητούνται, ο ομοφυλόφιλος Ζίγκφριντ και ο άντρας Μαύρος Κύκνος, η μείξη των μουσικών ακουσμάτων και το μπόλιασμα της κλασικότροπης χορογραφίας με αφρικανικούς ρυθμούς δημιουργούν μια υβριδική κατάσταση που υπερβαίνει την παράσταση, αντανακλώντας κοινωνικά ζητούμενα όπως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου στη μετα-απαρτχάιντ εποχή στη Νότια Αφρική.
Εως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όλα τα προϊόντα του δυτικού πολιτισμού, στην πλέον κλασική τους πρόσληψη, απολάμβανε μόνον η λευκή μειοψηφία της χώρας, ενώ η μαύρη πλειοψηφία τα είχε ταυτίσει με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς και τους εκπροσώπους της αποικιοκρατίας που τους ασκούσαν. Είναι, επομένως, εντυπωσιακό ότι μετά την ειρηνική αλλαγή καθεστώτος και την πράξη Συμφιλίωσης, ο κυρίαρχος πλέον λαός της Νότιας Αφρικής δεν τα καταδίκασε αλλά, αντίθετα, τα οικειοποιήθηκε, τα ενσωμάτωσε στις δικές του τρέχουσες ανάγκες, φυσικά παραποιώντας τα, ακόμα και παρωδώντας τα, αλλά με σέβας.
Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και το αρχαίο ελληνικό δράμα το οποίο, στιγματισμένο ως εμβληματικό προϊόν της δυτικής κουλτούρας και με προφανές, για τους γηγενείς, ρατσιστικό πρόσημο, δεν εξοβελίστηκε αλλά, μέσα από νέους κώδικες, ενσωματώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ανασημασιοδοτημένο για να ικανοποιήσει τις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες. Γνωστό και στην Ελλάδα παράδειγμα, η παράσταση «Molora» («Τέφρα»), διασκευή της «Ορέστειας» από τη σκηνοθέτιδα Yael Farber, όπου η λευκή Κλυταιμνήστρα, μπροστά στη μαύρη Ηλέκτρα και τον Χορό από γυναίκες της φυλής Xhosa που άδουν στη διάλεκτό τους, ομολογεί τα κρίματά της αιτώντας συγχώρεση σε μια αναπαράσταση της «Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης» που ίδρυσε η νέα κυβέρνηση (1995).
Ο μετα-αποικιακός χειρισμός του αρχαιοελληνικού δράματος θυμίζει συχνά μεταμοντέρνα λογική που πολλοί θα έψεγαν ως βλάσφημη, αλλά εδώ (και αλλού) οι κοινωνικές επιταγές είναι ιδιαίτερα επιτακτικές για να επιτρέπουν τέτοιες εθνικιστικές «ευαισθησίες», όταν άλλωστε το κλασικό κείμενο ευφραίνεται να συνομιλεί με σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες αλλά και να εξαγνίζεται έναντι της όχι για όλον τον πλανήτη «ανώτερης» δυτικής κουλτούρας που το οικειοποιήθηκε.
Πολυγλωσσία, υβριδικότητα, αντιπαράθεση μαύρων-λευκών που επέβαλαν κάποτε καταναγκαστικά την εξουσία και δικαίωση των πρώτων χαρακτηρίζουν την παραπάνω νοτιοαφρικανική τραγωδία. Τα ίδια συστατικά που συναντάμε και στη «Λίμνη των κύκνων» όπως αναφέρθηκε ήδη. Επιπλέον, αν ο μαύρος Ζίγκφριντ διεκδικεί το δικαίωμα στη διαφορετικότητά του-ομοφυλοφιλία του, εκείνο που ανάγεται σε καθοριστικό στοιχείο είναι ότι αυτή τη διαφορετικότητα την απαιτεί -συγκρουόμενος μαζί τους- από τους λευκούς γονείς του, οι οποίοι εκπροσωπούν τους καταπιεστικούς μηχανισμούς. Πράγματι, πρόκειται για τους μοναδικούς δύο λευκούς χορευτές της ομάδας της Μαζίλο. Και, παρά την αστεία αναδιαπραγμάτευση του θέματος, η διαφορά χρώματος υπεισέρχεται και υπερκαθορίζει τη διαφορά σεξουαλικής επιλογής αφού, στην ουσία, συνιστά μεταφορά της.
Για τους παραπάνω, πολύπλευρους κοινωνικο-πολιτικούς λόγους, πέρα από το αμιγώς άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, η παράσταση της «Λίμνης των κύκνων» ήταν μια σημαντική στιγμή του Φεστιβάλ Αθηνών, αποτελώντας έκφραση του μετα-αποικιακού θεάτρου και στη χορευτική σκηνή.
* Ο Δ. Τσατσούλης είναι καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Πηγή: enet.gr