Για τη Δυτική αποβάθρα,το έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές στο Εθνικό Θέατρο έγραψε μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική με ιστορικές και κοινωνιολογικές αναφορές η Εύη Προύσαλη για το athensvoice.gr.
Στη Δυτική Αποβάθρα, ένας επιχειρηματίας καταχράται τα χρήματα κάποιου μοναστηριού. Αποφασισμένος να αυτοκτονήσει κατευθύνεται με την πανάκριβη Τζαγκουάρ του, που οδηγεί η βοηθός του, προς μια εγκαταλελειμμένη αποβάθρα. Περιπλανώμενοι στις σκοτεινές και σιωπηλές διαδρομές κάτω από τα υπόστεγα, δίπλα στο ποτάμι, συναντούν φιγούρες αποσαθρωμένες από το ασήκωτο βάρος της ζωής τους, όλοι μετανάστες, απόκληροι μιας κοινωνίας που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πρακτικών των «ανεπτυγμένων» χωρών. Διακινητές ναρκωτικών, νέοι αποξενωμένοι και κενοί από κάθε συναίσθημα, με μοναδική επιθυμία να δια-φύγουν από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι ανθρώπινες σχέσεις τους διαρρηγμένες ενώ η επαφή και η επικοινωνία επικεντρώνονται αποκλειστικά στο συνεχές αλισβερίσι, στην αέναη ανταλλαγή αντικειμένων – μπουφάν, παπούτσι, κλειδιά, ντιστριμπιτέρ, λεφτά, όπλο κτλ. Όλοι δανείζουν και δανείζονται κάτι, ώστε το «ενέχυρο» να λειτουργεί ως ένας φαύλος κύκλος συνενοχής και διασφάλισης, μαζί με κάποια ιδιάζουσα μορφή αλληλεγγύης η οποία δημιουργεί τον συνδετικό κρίκο σ’ αυτήν την παρακμιακή συμβίωση. Ούτε και η «ευχή» του πατέρα δεν δίνεται εκεί χωρίς αντάλλαγμα!
Η «ανταλλαγή» λειτουργεί, όμως, και στο στρατόπεδο των «πολιτισμένων» αστών, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Η απ-ανθρωποποίηση συντελείται, συνεπώς, σε όλο το φάσμα του κοινωνικού ιστού χωρίς διαφοροποιήσεις στην ταξική διαστρωμάτωση. Εξαιρέσεις υπάρχουν: απ’ την πλευρά των μεταναστών η μικρή έφηβη που πιστεύει στην άδολη, ανιδιοτελή αγάπη κι απ’ την πλευρά των αστών η βοηθός, οι οποίες όσο κι αν έχουν αλλοτριωθεί από τις συνθήκες διαβίωσής τους διασώζουν ψήγματα ανθρωπινότητας.
Στη Δυτική Αποβάθρα κόσμοι παράλληλοι έρχονται αντιμέτωποι. Η κυρίαρχη αστική τάξη και το λούμπεν προλεταριάτο. Παρότι ο ένας γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου, ωστόσο στο αστικό τοπίο δεν συναντιούνται ποτέ, καθώς τα όρια του καθενός είναι σαφώς διαχωρισμένα εκατέρωθεν. Όμως, και μέσα στο λούμπεν προλεταριάτο υπάρχουν διαχωρισμοί: ο μαύρος Αφρικανός μετανάστης είναι υποδεέστερος των άλλων μεταναστών, οι οποίοι τον εκμεταλλεύονται και τον χειραγωγούν με αντίτιμο την αποδοχή του. Ο σιωπηλός αυτός κοινωνικός «μάρτυρας», η τελευταία βαθμίδα της κλίμακας, ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός σάπιου συστήματος, έχει τον τελευταίο λόγο στο θεατρικό έργο. Προφητικό άραγε;
Η σκηνοθεσία (Ludovic Lagarde) επικεντρώνεται στους υπόκωφους ήχους, τις φωτο-σκιάσεις, τις αδιόρατες κόγχες κι εσοχές, εκεί απ’ όπου σώματα αναδύονται αναπάντεχα, καιροφυλαχτούν και σέρνονται. Μινιμαλιστική η προσέγγιση εν μέσω του επιβλητικού σκηνικού (Antoine Vasser) και του ρέοντος λόγου (Β. Παπαβασιλείου). Ενορχηστρωμένη παράσταση, που υπερνικά επιδέξια τον σκόπελο των πολλαπλών σκηνών. Ερμηνευτική λιτότητα χαρακτηρίζει και τους ηθοποιούς. Άμεσος, φυσικός και κινησιολογικά μετρημένος ο Δ. Λάλος (Σαρλ). Εκφραστική, αν και κυριολεκτικά «ασφυκτικά» περιορισμένη στο κοστούμι της η Μ. Ναυπλιώτου (Μονίκ). Ο Γ. Νιάρρος (Φακ) και η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη (Κλαιρ) έμπλεοι νεανικότητας και σφρίγους. Ο Ν. Χατζόπουλος (Κοχ) εμφανίζει μεταπτώσεις ανάμεσα σε στιγμές έξοχης αυθορμησίας και τεχνικής υπόκρισης. Ο Γ. Κοτανίδης (Ροντόλφ) αντεπεξέρχεται επαρκώς. Η Θ. Μπαζάκα (Σεσίλ) στερεί τον ρόλο της από την λαϊκότητά του ενώ καταφεύγει σε ηχητικούς μελοδραματισμούς αταίριαστους.
Ένα εξαιρετικό θεατρικό έργο που μιλά για τις δυστοπίες των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών αλλά και για την απώλεια κάθε αξίας από τη ζωή του ατόμου, το οποίο προσπαθεί ψευδαισθητικά, μέσω μιας ατέρμονης φλυαρίας άνευ πράξης να «επιτύχει» και να διαφύγει προς την «αντίπερα» της αποβάθρας όχθη.
Πηγή φωτογραφίας: facebook