O Δ. Τσατσούλης (καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών) γράφει κριτική για την παράσταση "Ραμόνα Travel" στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ τονίζοντας την αδυναμία της εκάστοτε σκηνοθετικής αντίληψης να κατανοηθεί από το κοινό, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία του έργου και να εγκλωβίζονται οι υποκριτικές δυνατότητες των ηθοποιών.
Η Γλυκερία Μπασδέκη εμπιστεύεται για δεύτερη φορά, μετά τη «Στέλλα travel/η γη της απαγγελίας, κείμενό της, τη Ραμόνα travel/η γη της καλοσύνης», στην ομάδα Bijoux de Kant και στον σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη. Αν την προηγούμενη φορά το έργο της άνοιγε διάλογο με ένα σύγχρονο αστικό μύθο, τη «Στέλλα» του Κακογιάννη, αυτή τη φορά συνομιλεί με το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς μπολιάζοντάς το πολλαπλά με την περίφημη «ελληνικότητα» και τους μύθους της που κινούνται μεταξύ ρομαντισμού του 19ου αιώνα και των λαϊκών μύθων της ελληνικής επαρχίας του '50.
Η Μπλανς από το Διδυμότειχο
Γυναικεία εκδίκηση, μαγεία και «θαύματα» παραπέμπουν σε ξεχασμένες πρακτικές χωρίς ωστόσο να τοποθετούνται σε πλαίσιο μαγικού ρεαλισμού αλλά σε μια απτή καθημερινότητα που τονίζουν τα λεπτομερή στην καταγραφή του χώρου σκηνικά του σκηνοθέτη. Ποιητικές εξάρσεις σε δυσνόητη θρακιώτικη διάλεκτο εναλλάσσονται με αισθαντικά λαϊκά τραγούδια που αποδίδει με ιδιάζουσα δύναμη η Ραμόνα/Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: η Ελληνίδα Μπλανς που επιστρέφει στο σπίτι της αδελφής της Στέλλας, παντρεμένης με τον «Βούλγαρο» Κοβάλσκι, φέροντας τις μνήμες του διακειμενικού της προσώπου, της Μπλανς -με την προσπάθεια εγκλεισμού της σε φρενοκομείο ή το βιασμό της-, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη σωστή τους τάξη. Δολοφονεί έτσι τον Ζλατάν, απαλλάσσοντας την αδελφή της από τον ανάξιο σύζυγο και στη θέση του, πριν αυτοκτονήσει, της αφήνει τον νεαρό Μάρκο που φέρει μαζί της κατάκοιτο και που ως εκ θαύματος «ανασταίνεται» για να αναλάβει τον νέο του ρόλο-αντίδωρο της δολοφονίας.
Ρομαντική νοσταλγία
Με δομικά ερωτηματικά, με απουσία σαφούς δραματουργικής προθετικότητας και με ποιητικότητα μεγάλων μονολογικών μερών που γίνονται ακατανόητα λόγω της θρακιώτικης διαλέκτου αλλά και βομβαρδισμό από τραγούδια με συνοδεία ακορντεόν που οδηγεί σε μονοτονία, η παράσταση δεν κατάφερε να απογειωθεί. Κι αυτό παρά τις αξιοθαύμαστες καταθέσεις των τεσσάρων ερμηνευτών, της ώριμης και αισθαντικής Καραμπέτη, του στιβαρού Κρις Ραντάνοφ (Ζλατάν), του εξαιρετικού Δημήτρη Μοθωναίου που η σκηνή της «ανάστασης» του ολόγυμνου Μάρκο που διατρέχει ως νέος Μεσσίας το επαρχιώτικο σκηνικό είναι από τις πιο εντυπωσιακές της παράστασης.
Αφήνω τελευταία τη Λένα Δροσάκη (Στέλλα) που από παράσταση σε παράσταση δίνει μια νέα εντυπωσιακή υποκριτική κατάθεση αποκαλύπτοντας ένα σπάνιο ταλέντο.
Δεν ξέρω αν οι ρομαντικές αναδρομές -κινήματος που γέννησε τον εθνικισμό- του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και η θετική υποδοχή τους είναι αποτέλεσμα της κρίσης. Αυτό θα φανεί μάλλον αργότερα. Στη συγκεκριμένη παράσταση, ωστόσο, η επιλογή το κείμενο να εκφέρεται -με τόσον κόπο- από τους ηθοποιούς σε διάλεκτο δυσκολονόητη χάριν μιας αυθεντικότερης «ελληνικότητας» ξέρω ότι στέρησε μεγάλο μέρος της αξίας της.
Πηγή φωτογραφίας: enet.gr