Διαβάσαμε την κριτική της "Θυμέλης" για την παράσταση των "Βατράχων" στο camerastyloonline.wordpress.com
Το 406 π.Χ. (ο Πελοποννησιακός Πόλεμος συμπλήρωνε 26 χρόνια) πέθαναν ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής (ο Αισχύλος είχε πεθάνει το 456). Τη χρονιά αυτή οι Σπαρτιάτες νικούν τους Αθηναίους στην Εφεσο, στις Αργινούσες και τους Αιγός Ποταμούς. Η δημοκρατία καταρρέει. Οι ολιγαρχικοί αναπτερώνονται. Το 405 κάποιος «Φιλωνίδης» παρουσιάζει τους «Βατράχους» και βραβεύεται. Επρόκειτο για τον Αριστοφάνη, που βρήκε την ευκαιρία να «χτυπήσει» τον νεκρό πια πολιτικό του αντίπαλο, αθεϊστή και δημοκράτη Ευριπίδη, υπερασπιζόμενος τις ολιγαρχικές ιδέες. Πώς; Με μια οργιαστικής φαντασίας, φαρσικών καταστάσεων, υπερβατική κωμωδία περί ποίησης και θεάτρου, με πρωταγωνιστή το θεό Διόνυσο, στον οποίο αναθέτει μια «αποστολή».
Μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή, με το δούλο του Ξανθία, να κατεβεί στον Αδη και ως κριτής να διοργανώσει ποιητικό «αγώνα» με αποσπάσματα τραγωδιών του Αισχύλου και του Ευριπίδη και να αποφασίσει ποιος από τους δύο είναι ο καλύτερος ποιητής, ο ωφελιμότερος για την πόλη, επομένως και επί Γης «αθάνατος». Εννοείται ότι, παρά τις αυτογελοιοποιητικές και αλληλογελοιοποιητικές «κόντρες» των διαγωνιζομένων, ο Αριστοφάνης, ως Διόνυσος, ανακηρύσσει νικητή τον Αισχύλο. Αποδέχεται, όμως, και κάποιες απόψεις του Ευριπίδη (λ.χ., για ισοτιμία και πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους πολίτες), στην Παράβαση (το ποιητικότερο μέρος του έργου). Η Παράβαση – με αντικατάσταση του αριστοφανικού πρωτοτύπου με σπαράγματα έξοχων ποιημάτων σπουδαίων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών – αποτελεί το ελκυστικότερο, ουσιωδέστερο στοιχείο και «κλειδί» της ευφάνταστης, με τιμητική αναφορά στους κορυφαίους ερμηνευτές του αρχαίου δράματος Κατίνα Παξινού και Αλέξη Μινωτή (ακούστηκε η φωνή τους σε τραγικούς ρόλους), πραγματικά ενδιαφέρουσας με τους συλλογισμούς, τους συμβολισμούς και τα σχόλιά της για τη γενικευμένη (πολιτικο-οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική, πνευματική) κατάρρευση της σημερινής Ελλάδας, σκηνοθεσίας του Γιάννη Κακλέα, με τη συμβολή του εύστοχα συμβολιστικού αλλά υπέρμετρα ογκώδους σκηνικού (Μανόλης Παντελιδάκης), των πολύμορφων κοστουμιών (Εύα Μανιδάκη), της «ροκ» ήχων μουσικής (Σταύρος Γασπαράτος), της ποικίλης κινησιολογίας (Χρήστος Παπαδόπουλος) και των φωτισμών (Σάκης Μπιρμπίλης). Ο Κακλέας, υπογράφοντας ο ίδιος την – καλόγουστων αστεϊσμών – ελεύθερη απόδοση του έργου, άρχισε και τέλειωσε τη σκηνοθετική «ανάγνωσή» του ποιητικά – με στίχους του Σεφέρη και του Ελύτη, αντίστοιχα – και διαμόρφωσε μια εξαιρετικού συγκινησιακού νοήματος και ακούσματος Παράβαση, αποτελούμενη από στίχους των Μ. Κατσαρού, Μ. Αναγνωστάκη, Γ. Ρίτσου, Τ. Λειβαδίτη, Κ. Δημουλά. Ποιητής σπουδαίος ο Αριστοφάνης, δυσκολευόταν να απαξιώσει εντελώς την ευριπίδεια ποίηση. Ετσι και ο σκηνοθέτης – παρεμβαίνοντας στο πρωτότυπο – διά στόματος Διονύσου δηλώνει την προτίμησή του. Οτι «την καταβρίσκει με τον Ευριπίδη». Κι αυτή η προτίμηση αντανακλάται και στο πώς θέλησε να παιχθούν οι ρόλοι των δύο ποιητών. Ο Φάνης Μουρατίδης (στην καλύτερη μέχρι τώρα ερμηνεία του) δεν πλάθει – όπως συνήθως προτιμάται – έναν γελοιωδέστατο, υστερικό, γυναικωτό Ευριπίδη, αλλά έναν στιβαρό, άδικα συκοφαντημένο ποιητή, ενώ το παίξιμο του Γιάννη Ζουγανέλη αντανακλά την κομπορρημοσύνη που καταλογίζει ο Αριστοφάνης στον Αισχύλο, διά στόματος Ευριπίδη. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος με τη γνωστή – «παγιωμένη» κινησιολογικά και φωνητικά – κωμική ελαφράδα του έπαιξε τον Διόνυσο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες των Λαέρτη Μαλκότση, Πάνου Βλάχου, Βαγγέλη Χατζηνικολάου, Σπύρου Μπιμπίλα, Στέλιου Ιακωβίδη.