Στα σκοτεινά νερά του υποσυνείδητου
Το μαύρο νερό (African Gothic), σε σκηνοθεσία Ελεονώρας Αϊβαζίδου, στο Studio Vis Motrix.
Στο έργο της νοτιοαφρικανής Ρεζά ντε Βετ δύο αδέρφια που έχασαν τους γονείς τους με βίαιο τρόπο, προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες, ανταλλάσσοντας οικογενειακά κειμήλια με τρόφιμα. Ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία, αδυνατούν να αποδεχτούν τη ζοφερή πραγματικότητα και κινούνται ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Ανακαλούν συχνά στιγμές και περιστατικά του οικογενειακού τους παρελθόντος και τα ζωντανεύουν παίζοντας τους ρόλους των γονιών τους. Τα πρόσωπα του έργου αδυνατούν να προβούν σε επιβεβλημένες αλλαγές και όταν αυτές τους επιβάλλονται υποχρεωτικά, οδηγούνται σε καταστροφικά αποτελέσματα. Αυτή η συνθήκη και η αντιπαραβολή της με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κάνουν το έργο εξαιρετικά επίκαιρο.
Στο κείμενο της ντε Βετ υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στη σύγχρονη βρετανική γραφή (τα έργα της άλλωστε έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και έχουν παρουσιαστεί σε αγγλόφωνες χώρες). Η συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα συνηθισμένο δραματουργικό μοτίβο αυτής της σχολής, αυτό της εισβολής ενός "ξένου" που έρχεται να διαταράξει τις ισορροπίες και να αναδιαμορφώσει συνήθειες και συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό στοιχείο της γραφής του Πίντερ, που συναντούμε και σε έργα του in yer face theatre. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο "ξένος" είναι ένα δικηγόρος που καταφθάνει για να αλλάξει, να αλλοιώσει τον κόσμο που επιμελώς έχουν χτίσει και έχουν αγκιστρωθεί πάνω σε αυτόν, τα δύο αδέλφια.
Το έργο θυμίζει το Penetrator του Άντονι Νίλσον και ακόμη περισσότερο τον Δίκρανο Disney του Φίλιπ Ρίντλεϊ. Οι κοινές αναφορές με το δεύτερο έργο είναι ακόμη περισσότερες αφού και εδώ έχουμε δύο ορφανά παιδιά που αναμοχλεύουν ιστορίες από το παρελθόν και δέχονται την επίσκεψη μιας αλλόκοτης, ξένης φιγούρας. Η κοινοτοπία (και αδυναμία) της δραματουργικής φόρμας και της πλοκής του έργου, φωτίζεται από τον μυστηριακό, γοητευτικό χώρο δράσης στον οποίο τοποθετείται το έργο, την αφρικανική εξοχή με το χώμα και τη σκόνη και από τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού με τα οποία είναι εμποτισμένο.
Η σκηνοθετική πρόταση της Ελεονώρας Αϊβαζίδου ενισχύει το κείμενο, φωτίζει τα προτερήματα του και κάνει ενδιαφέρουσα τη σκηνική του παρουσίαση. Η σκηνοθεσία αναδεικνύει το παιχνίδι ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο που διατρέχει όλο το έργο και ταυτόχρονα το φέρνει σε αντιπαραβολή με τα κωμικά στοιχεία που αφθονούν στο έργο. Το αποτέλεσμα είχε ρυθμό και κατά τη γνώμη μου η σκηνική προσέγγιση του κειμένου ήταν πιο μεστή από το ίδιο το κείμενο.
Το κουαρτέτο των ηθοποιών προσμετράται στα θετικά της παράστασης. Στους ρόλους των δύο παιδιών η Μαρία Χατζηιωαννίδου και ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος. Δημιούργησαν ένα δίδυμο αλληλοεξαρτώμενων ανθρώπων, δύο συγκοινωνούντων δοχείων. Δύο σώματα σε διαρκή σκηνική αλληλεπίδραση που κινούνται με ακρίβεια στον χώρο παίζοντας ένα επώδυνο παιχνίδι με διαρκείς στάσεις στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Καλύτερες στιγμές τους αυτές που "φέρνουν" στη σκηνή τις εικόνες από το παρελθόν και υποδύονται τους γονείς τους. Η Μαρία Χατζηιωαννίδου καταθέτει μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία, αφού καταφέρνει να απεικονίσει σκηνικά τις διαρκείς ψυχικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, από το επίπεδο της απάθειας σε αυτό της ακραίας ψυχολογικής φόρτισης, και αντίστροφα, ενώ έχει και σπαρταριστές κωμικές στιγμές όταν υποδύεται την αυστηρή, απόμακρη μητέρα, σαρώνοντας τη σκηνή με το μισοφορεμένο μεγαλίστικο φόρεμα.
Στους υπόλοιπους ρόλους, η Μάρα Τσικάρα ως μυστηριώδης νταντά που υποκαθιστά την μητρική προστατευτική φιγούρα και ο Αλέξανδρος Ζαφειριάδης, ως αμήχανος "εισβολέας" δικηγόρος, που πέφτει θύμα των ίδιων του των προθέσεων.
Κορνήλιος Ρουσάκης