Διαβάσαμε την κριτική του Γιάννη Μόσχου για την παράσταση «Μεφίστο» που παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη.
Ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Χέντρικ διαθέτει ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που θα μας κάνουν να τον συμπαθήσουμε στην αρχή, μόνο για να γίνει πιο σκληρή η ηθική αποκαθήλωσή του στη συνέχεια. Είναι ικανοποιητικός στην ερμηνεία του, αφού όπως είπαμε φτάνει που είναι εκεί για να λειτουργήσουν γύρω του τα άλλα «πιόνια».
Από το υπόλοιπο καστ ξεχωρίσαμε τον Χάρη Φραγκούλη που αποδεικνύει με σταθερά βήματα ότι πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του. Κατανοεί τη σοβαρότητα του ρόλου του όσο χρειάζεται ώστε κάποιες κωμικές εξάρσεις να μη βγαίνουν εκτός κλίματος και γεμίζει τη σκηνή με έναν τρόπο που αν συνεχίσει με τις ίδιες σωστές επιλογές, το μέλλον του ανήκει. Η Γιούλικα Σκαφιδά είναι επίσης εξαιρετική παρά το ότι ο ρόλος της δεν είναι από τους πρώτους και φαίνεται ότι η συμμετοχή της στην «Πάπισσα Ιωάννα» της έκανε πολύ καλό. Έχει πλέον στόφα πρωταγωνίστριας και αυτό βγαίνει ακόμη και αν δε γνωρίζεις την πορεία της.
Η στιβαρή παρουσία του Νίκου Ψαρρά προσθέτει αίγλη στην παράσταση, όπως επίσης και το πέρασμα του Μηνά Χατζησάββα που δυο-τρεις ατάκες του φτάνουν για να ξεχωρίσει. Η Βίκυ Βολιώτη διαθέτει την απαραίτητη λάμψη για το ρόλο της Εβραίας σταρ Καρόλα Μάρτιν, η Υβόνη Μαλτέζου μεταφέρει εύστοχα με κωμικό πνεύμα την μικροαστική σκέψη της εποχής και ο Στέφανος Μουαγκιέ ξεχωρίζει με την άψογα χορογραφημένη αιλουροειδής κίνησή του. Ο Δημήτρης Μαύρος αντικατέστησε τον Αλέξανδρο Λογοθέτη στο ρόλο του Όττο και ίσως χρειαστεί λίγο χρόνο να ενσωματωθεί στην ομάδα, όντας έτσι κι αλλιώς αρκετά διαφορετικός από τον προκάτοχό του.
Η παράσταση διαρκεί 3,5 ώρες με το διάλειμμα και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αρνητικό, απλώς αν διατηρήσεις το «ζουμί» της τότε θα μπορούσε να έχει λίγο πιο σφιχτή διάρκεια. Ως σύνολο τα πάντα βρίσκονται στην εντέλεια, αφού οι ερμηνείες είναι υψηλού επιπέδου, η μουσική επένδυση του Σταύρου Γασπαράτου είναι εξαιρετική και υπογραμμίζει κάποιες σημαντικές σκηνές και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη είναι υποδειγματικοί και τονίζουν τα σκηνικά που κάθε φορά μοιάζουν να αλλάζουν. Από όπου και να το δεις, είναι ό,τι περιμένεις από μια παράσταση του Εθνικού. Τα προβλήματα όμως εντοπίζονται στη διαχείριση του υλικού.
Το «Μεφίστο» είναι μια παράσταση που μένει πιστή στο υλίκό της, μένοντας ταυτόχρονα πιστή και στην προϋπάρχουσα φόρμα. Ίσως για αυτό αν και δεν μπορείς να βρεις κάποιο ψεγάδι, στα κρίσιμα σημεία σου λείπει το συναισθηματικό υπόβαθρο. Η ομότιτλη ταινία του Ίστβαν Σάμπο από το 1981 πέτυχε γιατί μεταξύ άλλων ήταν διατεθειμένη στο μέτρο του δυνατού να πειραματιστεί με το υλικό της.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες στιγμές της παράστασης είναι αυτές που σπάει τη φόρμα. Η εναρκτήρια σκηνή, το ειρωνικό καμπαρέ μέσα στο θέατρο, το θέατρο μέσα στο θέατρο με τις Μαρίνα Ασλάνογλου και Κωνσταντίνα Τάκαλου να ερμηνεύουν το πρώτο θεατρικό του Μαν, «Άνια και Εσθήρ», σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές της παράστασης, και η αφήγηση των ίδιων των ηθοποιών προς το κοινό ώστε να προχωρήσει η πλοκή με έναν έυπεπτο και συνάμα διασκεδαστικό τρόπο. Αν πρέπει να αναζητήσουμε την πιο συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή της παράστασης, αυτή βρίσκεται στο τέλος όταν οι ηθοποιοί ανεβαίνουν όλοι μαζί στη σκηνή και ένας-ένας παίρνουν το μικρόφωνο για να μας διηγηθούν την αληθινή ιστορία του χαρακτήρα που υποδύονται.
Ίσως να περιμέναμε μια πιο ριζοσπαστική και λιγότερο ασφαλή διαχείριση του έργου του Μαν, ακόμη και έτσι πάντως η ωμή δύναμή του και τα μηνύματα που περνά είναι δεδομένα και αν χάσατε πέρυσι το «Μεφίστο», αξίζει να το προλάβετε φέτος, να προβληματιστείτε μαζί του και να το αντιμετωπίσετε ως ένα ντοκουμέντο μνήμης.
Χ.Κ.
Πηγή: clickatlife