Δε μπορώ να καταλάβω ποιος καλλιτεχνικός λόγος ώθησε κοτζάμ Ρούλα Πατεράκη στο να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, αλλά και τη διασκευή ενός τόσο παρωχημένου παλιομοδίτικου έργου. Αναφέρομαι στο ''Φως του γκαζιού'' του Πάτρικ Χάμιλτον που γράφτηκε το 1938, που παραμένει μία από τις μακροβιότερες παραστάσεις στην ιστορία του Broadway και που έγινε και μια ωραία ταινία το 1944 από τον βετεράνο Τζωρτζ Κιούκορ με πρωταγωνίστρια την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
Σήμερα, μετά τη διακοπή του ''Corpus Christi'', ελέω χρυσαυγιτών και παλαιοημερολογιτών, ανέλαβε να ανάψει το ''Φως του γκαζιού'' μεσ' στο θέατρο ''Χυτήριο'' η Πατεράκη μαζί με τους δύο μεταφραστές του, τη Βάσια Παναγοπούλου και τον Χρήστο Καρχαδάκη. Η ιστορία είναι η ακόλουθη και, όπως γίνεται αντιληπτό κι απ' τον πλέον αδαή στην εκάστοτε μυθοπλασία, δεν επιδέχεται και πολλές αναλύσεις: η Πόλα και ο Γκρεγκ είναι νιόπαντροι, εγκατεστημένοι πρόσφατα στο σπίτι της θείας της Πόλα, μιας διάσημης λυρικής τραγουδίστριας που δολοφονήθηκε μυστηριωδώς. Ο Γκρεγκ φέρεται απαίσια στη σύζυγο του, την ταΐζει χάπια και την κατηγορεί ότι του κλέβει διάφορα προσωπικά του αντικείμενα. Φαίνεται μάλιστα να έχει συνάψει παράνομη σχέση με τη νεότερη υπηρέτρια του σπιτιού, εκεί που μοναδική συντροφιά της Πόλα είναι η μεγαλύτερη υπηρέτρια. Κάθε βράδυ ο Γκρεγκ, που σημειωτέον είναι πιανίστας (εξ ου κι όλη την ώρα ακούγονται πιανιστικές συνθέσεις του Chopin), εξαφανίζεται και η Πόλα μένει μόνη της, βλέποντας το φως του γκαζιού να αναβοσβήνει και ακούγοντας περίεργους θορύβους από τους τοίχους.
Σας μύρισε Χίτσκοκ, έτσι; Κρατήστε μικρό καλάθι...Στη δεύτερη ώρα του έργου, λοιπόν, αμέσως μετά το διάλειμμα δηλαδή, τη λύση δίνει ο επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιάρντ, ο οποίος με τη βοήθεια της μεγάλης υπηρέτριας και κρυφά πάντα από τον Γκρεγκ, πλησιάζει την Πόλα και ξεσκεπάζουν μαζί τις σατανικές μηχανορραφίες του διαταραγμένου συζύγου της! Προσπαθώ ακόμη και τούτη την ώρα να σκεφτώ τι ήταν αυτό που έκανε μια ιστορία σασπένς, ένα αστυνομικό θρίλερ με τα όλα του, εμένα να μου φέρει χασμουρητά. Οι ερμηνείες των Βάσιας Παναγοπούλου και Λαέρτη Βασιλείου ως Πόλα – Γκρεγκ αντίστοιχα, που φάνηκαν σα να έπλητταν κι οι ίδιοι με τους ρόλους τους; Το στυλιζαρισμένο παίξιμο των δύο ''υπηρετριών'', της Δώρας Στυλιανέση και της Ευανθίας Κουρμούλη; Εξαιρώ τον Γιώργο Κέντρο στο ρόλο του Επιθεωρητή, ο οποίος, αν και χρησιμοποίησε όλα τα α λα Σέρλοκ Χολμς ερμηνευτικά κλισέ, φάνηκε τουλάχιστον να το διασκεδάζει και να αποτελεί τελικά το αλατοπίπερο της παράστασης. Εξαιρώ ακόμη τους ατμοσφαιρικούς, για ένα τέτοιο έργο ειδικά, φωτισμούς της έμπειρης Κατερίνας Μαραγκουδάκη.
Δεν θα είμαι επιεικής όμως ούτε για τη μουσική επιμέλεια της Γωγώς Καλοδίκη, ούτε και για τα ντεκόρ της Άσης Δημητρολοπούλου: στη μεν μουσική επιμέλεια, πέραν των πιανιστικών θεμάτων που έρχονταν σε απόλυτη ρήξη τόσο με το κλίμα του έργου, όσο και με τον διεστραμμένο χαρακτήρα τού- έστω πιανίστα- Γκρεγκ, δεν υπήρχε τίποτα πιο κοινότοπο απ' το ν' ακούς μονότονα ''εσχατολογικά'' τύμπανα κάθε φορά που ο Επιθεωρητής έκανε την εμφάνιση του. Το εξέλαβα ως μία προσπάθεια ''παραπλάνησης'' του θεατή, λανθασμένη όμως, αφού υποτίθεται πως ο Επιθεωρητής ήταν ο ''καλός'' της ιστορίας. Στα δε σκηνικά, έχω την αίσθηση πως το σαλόνι τύπου ''ψευδο-ροκοκό'' δεν ταίριαζε καθόλου με το, σα να βγήκε απ' τα...ΙΚΕΑ, μοντέρνο γραφείο του Γκρεγκ στη γωνία.
Και για να κλείνω, θεωρώ ανεπίτρεπτο σχεδόν, ύστερα από το κατέβασμα ενός έργου (καλού ή κακού, εν προκειμένω δεν έχει σημασία), το οποίο προκάλεσε την αντίδραση του καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας υπέρ της ελευθερίας της Τέχνης, οι ίδιοι βασικοί συντελεστές, η Βάσια Παναγοπούλου και ο Λαέρτης Βασιλείου, να καταφεύγουν στην ευκολότατη λύση, σε ένα έργο δηλαδή ξεπερασμένο και ολότελα άκαιρο αναφορικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο δύσμοιρος εγχώριος πολιτισμός.
Όταν μάλιστα βασική ευθύνη σε όλο αυτό φέρει και η σημαντική Ρούλα Πατεράκη, τότε, πιστέψτε με, πονάει και πονάει και πολύ!
Αντώνης Μποσκοΐτης