"Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις". Αυτός είναι ο τίτλος της παράστασης, που παρακολούθησα στην Φρυνίχου, πριν λίγες μέρες. Η Λένα Κιτσοπούλου τον σκέφτηκε, αφού δικό της είναι το έργο, όπως και η σκηνοθεσία του.
Το σκηνικό, τα αντικείμενα, τα ρούχα των δύο ηθοποιών, το φως, ο ήχος, όλα αυτά δεν ήταν, ούτε στο τόσο, πάνω από την πιο ρεαλιστική εκδοχή της πιο καθημερινής καθημερινότητας. Απλά, συνηθισμένα, οικεία στο μάτι. Δυο φίλοι, "λιώνουν" στον καναπέ ενός σπιτιού, μπροστά σε δύο λαπ τοπ, καπνίζοντας συνεχώς, συζητώντας σε επίπεδα πλήξης, από τη σημασία του πράσου στην κολοκυθόσουπα, μέχρι τα τετραγωνικά μιας μεγάλης βεράντας, στο Παγκράτι, που ενδείκνυται για πάρτυ. Κάπου-κάπου κάποιο τραγούδι από το youtube. Τίποτα δε σχετίζεται με το πριν ή το μετά. Όπως γίνεται πάντα, όταν είσαι μέσα στα νερά σου, όταν κρέμεσαι από μια ζωτική σιωπή, από μια ζωτική κουβέντα με α-συνέχεια, α-συνεκτικότητα.
Ανώδυνες κουβέντες εκφρασμένες με πάθος. Ο χαμός εύκολος, μια άσχετη αφορμή αρκεί. Μη μου πεις ότι δεν το ξέρεις. "Κούρδισε" τις μεσοτοιχίες και θα ξεβραστεί όλο το παρασκήνιο της ιδιωτικότητας.
Βρήκα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της Κιτσοπούλου απόλυτα ειλικρινή. Έγραψε ένα κείμενο που έχει την πιο κοινότοπη βάση, ένα ρέον κείμενο, που νομίζεις ότι επαναλαμβάνεται, αλλά δεν επαναλαμβάνεται, σε 2-3 σημεία κάπου χάνεσαι, αλλά δε μένεις εκεί, στο ηθελημένο ίσως χάσιμο, γιατί ο τρόπος της είναι ευφυής, η γέφυρα με το κοινό ευρηματική και το κάτω μέρος της επιφάνειας ένα πλήθος από ερωτηματικά, αγωνίες, τραμπαλισμούς και αβεβαιότητες. Ανθρωπένια πράγματα. Πασίγνωστα.
Τόσο η ίδια όσο και ο Γιάννης Κότσιφας, ο δεύτερος "θαμώνας" του καναπέ έχουν στιγμές που σε κάνουν να μη σαστίζεις ούτε με την κωμικοτραγική υπερβολή, ούτε με τη μεγέθυνση του ανθρώπου που θέλει πάση θυσία να πιαστεί από κάπου και αυτό το κάπου να μην είναι άνυδρο από ουσία. Αυτή η φωνή που συνοδεύει πρόσωπα που συσπώνται και σώματα που παίρνουν πόζες "λυποντροπής" είναι η ετυμολογία του "είμαι μόνος και δεν ξέρω ποια είναι η αντίθετη εικόνα".
Η Κιτσοπούλου παραδέχεται ότι είναι μηδενίστρια (πίνει και κόκα κόλα Zero - σχόλιο από την παράσταση), ωστόσο όλοι εμείς, που ήμασταν απέναντί της, βρεθήκαμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να συμφωνούμε μαζί της και δε νομίζω να 'πεσε στην περίπτωση να 'μαστε -στη συντριπτική μας πλειοψηφία- και μεις μηδενιστές.
Ο τελευταίος της μονόλογος, όπου αυτοαποδεσμεύεται από ένα επιβεβλημένο κύρος, είναι εξαιρετικός.
Γράφει και μπορεί και παραδέχεται.
Και αυτό νομίζω είναι κάτι.
Κυριακή, 1 Μάρτη 2015