Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης η Μαριάννα Κάλμπαρη και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου συν-σκηνοθετούν και παρουσιάζουν την παράσταση "Η Λίλα Λέει", ένα κείμενο του Σιμώ (αγνώστων λοιπών στοιχείων), που όταν γράφτηκε, το 1996, προκάλεσε αίσθηση, με την αληθινή ταυτότητα του συγγραφέα να παραμένει ως σήμερα άγνωστη. Το έργο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 2004. Ο Σιμώ, παιδί Αράβων μεταναστών, γεννιέται και μεγαλώνει σε ένα γκέτο παρισινού προαστίου και ζει μια ζωή χωρίς λεφτά, όνειρα και προοπτική, μέχρι που παρουσιάζεται στη ζωή του η Λίλα, ένα πλάσμα γλυκό, ευαίσθητο, με αγγελικό πρόσωπο, αλλά στόμα και γλώσσα οχετό, χυδαία, φτάνοντας μέχρι το ακραίο επίπεδο της αγοραίας έκφρασης. Την ερωτεύεται και έτσι ο Σιμώ αποφασίζει να γράψει την ιστορία της, όπου αναλύει ότι ζει ο ίδιος με τη Λίλα και ότι του περιγράφει από τις ερωτικές της εμπειρίες με άλλους άντρες, τις φαντασιώσεις της και την εμμονική της προσκόλληση με το σεξ. Η μετάφραση της Μαριάννας Κάλμπαρη διατηρεί το κείμενο φρέσκο, ζωντανό, σημερινό και ταυτόχρονα ωμό και βαθιά ευαίσθητο, σχεδόν ποιητικό.
Η κυρία Κάλμπαρη συν-σκηνοθετεί μαζί με το Βασίλη Μαυρογεωργίου. Η παράστασή τους βασίζεται στη δημιουργία ατμόσφαιρας, τη διατήρηση ενός ρυθμού που θα οδηγήσει στην αναπόφευκτη κορύφωση, αλλά και το προσεκτικό πλάσιμο δύο διαφορετικών κόσμων δύο ηρώων, οι οποίοι αναζητούν τα κοινά τους σημεία, τα σημεία εκείνα όπου οι κόσμοι τους τέμνονται και δημιουργούν κοινό χώρο δημιουργίας προοπτικής και συλλογής εμπειριών. Η σκηνοθετική κατεύθυνση διακριτική, αλλά πάντα παρούσα, δεν κάνει τους ηθοποιούς ή την εξέλιξη του έργου να ασφυκτιά, αλλά δίνει περιθώρια προσθήκης του προσωπικού στίγματος του ερμηνευτή και της ανέλιξης όλων των πτυχών των ρόλων. Οδηγούν έτσι το λόγο να παράγει στα μάτια και το νου του θεατή εικόνες ζωντανές, άμεσες, προσωπικές, κατευθύνοντάς τον ουσιαστικά σε μια δημιουργική συμμετοχικότητα. Η νοητή αυτή εικόνα δένει αρμονικά με το λόγο και αποκαλύπτει την πολυεπίπεδη δυναμική του κειμένου και της παράστασης. Όπου το προκλητικό και χυδαίο περιτύλιγμα κρύβει ένα ευαίσθητο, ανθρώπινο και γεμάτο συναίσθημα περιεχόμενο. Δημιουργούν στο σύνολο μια ερωτική ιστορία που εκπέμπει πάθος και νεανικό ενθουσιασμό, μια σπινθηροβόλα συνύπαρξη, η οποία είναι εμποτισμένη από μια γλυκόπικρη μελαγχολία. Και όλα αυτά με μια φινέτσα, μια ματιά διεισδυτική, αλλά όχι πιεστική ή αποπνικτική.
Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Λίλας αποτέλεσε εμφανισιακά αρχικά και ερμηνευτικά στη συνέχεια, μια σχεδόν ιδανική εκδοχή της ηρωίδας που υποδύθηκε. Μια ερμηνεία διττή, όπου τη μία στιγμή σε μια σιωπή της και έχοντας μια αφέλεια στο βλέμμα και μια παιδικότητα στο στήσιμο του σώματός της, δίνει την εντύπωση ενός αγγέλου στη γη και την επόμενη με μια σκληράδα στο βλέμμα, πιο άκαμπτο στήσιμο και λόγο στα όρια του χυδαίου δίνει την εντύπωση γυναίκας αγοραίας. Πολύ προσεκτική στην κίνησή της, αργή, αισθησιακή και με στιγμές σχεδόν χορογραφημένες δίνει μια υπολογισμένη κομψότητα και μια δυναμική ετοιμότητα που είναι άξια συγχαρητηρίων. Δίπλα της ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, που ξεκινάει σκόπιμα υποτονικά και διερευνητικά το ρόλο του, αλλά με διάχυτη την αίσθηση ότι έχει τον πλήρη έλεγχο του χαρακτήρα που υποδύεται και των δυνατοτήτων των εκφραστικών του μέσων. Το παίξιμό του έχει μια αμεσότητα και μια καθαρότητα, χωρίς μανιέρες και ερμηνευτικά τρυκ και πείθει απόλυτα στο χαρακτήρα ενός ανθρώπινου κουρελιού που με εφαλτήριο τον έρωτά του προς τη Λίλα επιχειρεί την απόδραση από την κόλαση του προηγούμενού του εαυτού. Πολύ καλή η σκηνική του χημεία με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνουν την εντύπωση μιας αληθινής "συνάντησής" τους πάνω στη σκηνή του Τέχνης, που καλύπτει μια γκάμα ευρεία από την ερωτική πτυχή μέχρι την ανθρώπινη και τη συναισθηματική.
Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη απόλυτα ταυτισμένα με τους χαρακτήρες-σκουπίδια του έργου. Γεμίζουν το χώρο σα να τον πνίγουν, βοηθώντας δημιουργικά στο πλάσιμο της διάθεσης απόδρασης των ηρώων από τη μέχρι τώρα ζωή τους. Τα κοστούμια του επίσης λειτουργικά και αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα που ντύνουν. Η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Σορώτου είναι παντού στην παράσταση και αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο των σκηνοθετών στη δημιουργία ατμόσφαιρας και μιας διάχυτης ερωτικής μαγείας. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου δημιούργησαν μια ζοφερή μονοτονία στην ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση με ένα κείμενο που ενώ επιφανειακά, σαν περιτύλιγμα, αγγίζει τα όρια της χυδαιότητας, σαν ουσία και νόημα αφήνει μια τρυφερή γλυκόπικρη αίσθηση. Με σκηνοθεσία διακριτική, αλλά ουσιαστική, ερμηνείες εσωτερικές, δυναμικές και μετρημένες, με μια ατμοσφαιρική μουσική να προσθέτει λυρισμό η παράσταση στο υπόγειο του Τέχνης συγκαταλέγεται στις πολύ καλές θεατρικές εξόδους και απολαύσεις της φετινής σαιζόν.
Δευτέρα, 6 Απριλίου 2015
Γιώργος Χριστόπουλος