Ήτανε, λέει, Παρασκή βράδυ και εκατεβαίναμε την οδό Ερμού κατά τσι 11, ψάχνοντας λέει το θέατρο «Θησείον». Η παράσταση εξεκινούσε στις 11.45, αλλά πού κατέχαμε 'μεις πού θα γιαγύρομε. Επερπατούσαμε και ψάχναμε στα στενά, μπας και ξεπροβάλει ποθές εκιονά το θεατράκι, που θα βλέπαμε λέει την «Κατερίνα του Αύγουστου Κορτώ», που θα την εσκηνοθετούσε ένα κοπέλι εν ονόματι Γιώργος Νανούρης. Στο Κατερινιώ θα έδινε σάρκα και οστά η Λένα Παπαληγούρα και θα την εσυνόδευε στη σκηνή παρεάκι με την κιθάρα ντου ένα άλλο κοπέλι, εκιοσάς ο Λόλεκ. Επερπατούσαμε, που λέτε, και εβρεθήκαμε μπροστά από μια απλή κόκκινη πόρτα, και αφού επεριμέναμε κάμποση ώρα να ποκάμει η προηγούμενη παράσταση, επήραμε και 'μεις τις θέσεις μας.
Και προβαίνει το Γιωργιώ και λαλεί «Φώτα!» και ξεκινά η παράσταση. Και προβαίνει και το Κατερινιώ, και γραντζουνά την κιθάρα του ο Λόλεκ, και ταράσσονται εμένα τα σώψυχά μου, και αρπάζω τη χέρα τση φιλενάδας μου, και λέω ήντα 'ναι ετούτονα που πάθαμε. Και ξεκινά η κοπελιά υπό την καθοδήγηση του Γιωργιού και μας λέει την ιστορία της και ξεδιπλώνονται τα σώψυχά της. Κι από τη μια το φως του Γιωργιού, που πάνω-κάτω εγλακούσε και μας ήδειχνε τσι σκιές που ταράσσονταν στον τοίχο, κι από την άλλη να γραντζουνά ο Λόλεκ την κιθάρα του, εσφίγγονταν οι ψυχές μας και θαρρούσαμε ότι εγλακούσαμε και 'μεις μαζί ντος.
Μας εμίλησε το Κατερινιώ, λοιπόν, για τη προβλήματά τση, την οικογένεια, τη μουσική, τα χάπια, το αλκοόλ, τον έρωτα, τη συντροφιά, τσου φόβους τση και τσι στιγμές ευτυχίας, όντε δημιούργησε την εδική τζη φαμιλιά. Το κοπέλι τζης, τον Πέτρο, που τον αγαπούσε και ήτανε το στήριγμά τζη για χρόνια. Και τον άντρα τζη τον Τάσο, που την εφρόντιζε κι υπόμενε τσι δυσκολίες.
Κι όντε ήτονε ευτυχισμένο το Κατερινιώ, τα φώτα ήναβαν κι εγέμιζε φως όλος ο τόπος, όντε όμως ήτονε το Κατερινιώ μαραζωμένο, τα φώτα εσβήνανε, και θορρούσαμε μόνο σκιές μα εμιλούσαν. Πρώτη φορά θορρώ σκιές να μιλούνε. Κι ύστερα το Κατερινιώ εξάπλωσε χάμω. Και το εσκέπασαν τα φάρμακα απ' την κορφή, για να μη νιώθει τον πόνο τση απώλειας του αγέννητου κοπελιού τζη.
Και είδαμε τον Πέτρο να μεγαλώνει και να γίνεται παλληκάρι και τη μάνα του να τον αγαπά και να τονε δέχεται όπως είναι και να τονε καμαρώνει. Να τονε θορρεί να μεγαλώνει και να πετυχαίνει. Να αρπάζει στη χέρα του χαρτί και μολύβι και να πολεμά τη φαντασία του, πολεμώντας έτσι τους δαίμονές του. Κι εβρήκε ένα άλλο όνομα: «Αύγουστος Κορτώ».
Μα το Κατερινιώ δεν άντεξε να πολεμά τους εδικούς της δαίμονες και αφέθηκε. Και γλακά στη σκηνή το Γιωργιώ, και ποκάμει την ιστορία.
Φεύγοντας από εκιά, δεν εκατέχαμε ήντα να πρωτοσκεφτούμε. Τα ζάλα μας γρήγορα, για να προλάβουμε το τελευταίο μετρό, γρήγορες και οι σκέψεις συντρόφευαν το ταραγμένο μας μυαλό, που μαχόταν εναντίον των δικών μας δαιμόνων.
Ε. Χ.
Τρίτη 14 Απριλίου 2015
Πηγή φωτογραφίας: lykofos.org