Μία από τις γοητευτικότερες ιστορίες του Μπρεχτ, τον "Κύκλο με την Κιμωλία" ανέλαβε να σκηνοθετήσει και να παρουσιάσει στη σκηνή του Παλλάς για 20 παραστάσεις ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Η Γρούσα, υπηρέτρια στο σπίτι του κυβερνήτη όταν ανατρέπεται το καθεστώς, ο κυβερνήτης σκοτώνεται και η σύζυγός του και αφεντικό της προσπαθώντας να δραπετεύσει, "ξεχνάει" πίσω το μικρό παιδί της, το αναλαμβάνει και περνώντας από χίλια κύματα και βάσανα το ανατρέφει. Όταν η βιολογική μητέρα του παιδιού επανέρχεται στην εξουσία, το διεκδικεί και καταφεύγει στη δικαστική οδό για να το κερδίσει. Ο Αζντάκ, ένας μέθυσος και κουτοπόνηρος δικαστής επιλέγει μια σολομώντεια λύση για να αποφασιστεί ποια είναι η "πραγματική" μάνα του παιδιού. Μέσα από ένα κύκλο με κιμωλία. Με έντονα στοιχεία ενός λαϊκού, ποιητικού παραμυθιού ο Μπρεχτ γράφει μια αντιπολεμική αλληγορία, μία παραβολή "για τον πειρασμό της καλωσύνης". Η μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη, διατηρεί όλη την ποιητικότητα, το βάθος, τη ζέση και την αισθαντικότητα του λόγου του Μπρεχτ και παραδίδει ένα κείμενο κρυστάλλινο, μετρημένο και με το όραμα του συγγραφέα απόλυτα σαφές.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα της σκηνοθεσίας, επιχειρώντας ένα συγκερασμό της λογικής του υπερθεάματος, χωρίς όμως να χαθεί η ουσία και το βάθος των μηνυμάτων του έργου. Οι χαρακτήρες πολλοί και ο συντονισμός τους στη σκηνή μια καθόλου εύκολη υπόθεση. Έχοντας ένα σκηνικό που άλλοτε με τις σκαλωσιές θύμιζε εργοτάξιο και άλλοτε με τη λυόμενη εξέδρα θέατρο, η ματιά του θεατή πλανιέται στο χώρο προσλαμβάνοντας διαρκώς εικόνες, περισσότερες από όσες χρειάζεται αποσυντονίζοντας ίσως το αυτί και αυτό λειτουργεί εις βάρος του λόγου και της συνολικής συγκέντρωσης. Οι εικόνες σα στιγμιότυπα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς και πολλές φορές οι ηθοποιοί αναλίσκονται σε ένα διαρκές και άστοχο τρεχαλητό, χωρίς παύσεις, χωρίς σιωπές, χωρίς ανάσες για τη βαθύτερη κατανόηση του κειμένου. Όμορφο εύρημα και έξυπνα παιγμένο οφείλω να ομολογήσω το Θέατρο Σκιών στη σκηνή της καταδίωξης και σύλληψης της Γρούσας. Στις περισσότερες ερμηνείες έχει δοθεί μια επιφανειακή προσέγγιση γρήγορων εναλλαγών, με την ποσότητα του λόγου να λειτουργεί έντονα εις βάρος της ποιότητας αυτού. Έχοντας πολυπληθή θίασο και στο βωμό του υπερθεάματος, οι ερμηνείες είναι υποτυπώδεις, γραμμικές και η χρήση του χειλοφώνου τις απογυμνώνει από τμήμα της ποιητικότητας, της ευαισθησίας και της τρυφερότητας του λόγου του Μπρεχτ. Δε με εγκατέλειψε σχεδόν καθόλου η αίσθηση ότι δεν υπήρχε σαφής και τελικός προορισμός στη σκηνοθεσία, απλά μια γενική χάραξη πορείας, όπου με κάποιες παρακάμψεις οδεύσαμε προς το τέλος. Και δεν είδα μια στιβαρή σκηνοθετική γραμμή παρούσα, αλλά ένα μουσικοθεατρικό συνονθύλευμα, όπου η τάξη και το μέτρο συχνά ασφυκτιούσαν.
Η Μαρία Πρωτόπαππα στο ρόλο της Γρούσας, ξεκινάει κάπως σχηματικά και χωρίς να δείχνει τη λαϊκότητα και την προσήνεια που απαιτεί ο ρόλος της. Μετά τη μέση του πρώτου μέρους όμως βρίσκει τον καλό της εαυτό και πατάει σε σίγουρα μεν, αλλά πιστά στο κείμενο του Μπρεχτ μονοπάτια. Έχει μια αποφασιστικότητα στο λόγο, μια αλύγιστη στάση στο σώμα (που κάποιες στιγμές, ίσως αγγίζει και την αλαζονεία), αλλά και μια αισθαντικότητα στο βλέμμα που κερδίζει το τελικό στοίχημα. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του αφηγητή, εκμεταλλεύεται τη φωνή του και αφηγούμενος με ένα ονειροπόλο και συχνά σαγηνευτικό ρυθμό, πετυχαίνει να είναι η ήρεμη δύναμη στην παράσταση και ένα είδος τάξης στη φωνητική αταξία και αρρυθμία που επικρατεί σε πολλά σημεία στο έργο. Ο Αιμίλιος Χειλάκης στο ρόλο του δικαστή Αζντάκ παρουσιάζει δύο προφίλ. Στο ένα είναι σαρκαστικός με το ρόλο που ο ίδιος υποδύεται και πατώντας σε νόρμες που ξέρει πολύ καλά, βγάζει έναν εξαιρετικό κουτοπόνηρο, λαϊκό και ελαφρώς αλαζόνα ήρωα. Στο πιο ανθρώπινο και ευαίσθητο προφίλ του, πέφτει σε ευκολίες που θα τις χαρακτήριζα μελό και αναζητεί δεκανίκια στις ερμηνείες των άλλων επί σκηνής συναδέλφων του. Ανισοβαρής ερμηνεία και ανισοκατανεμημένη. Η Ελισάβετ Μουτάφη παίζει τη Ναταλία Αμπασβίλι με τρόπο επίπεδο, μονότονο με μια διάχυτη ειρωνεία και υστερία και συχνά μετακυλίει το ρόλο της στα επίπεδα της καρικατούρας. Εξουθενωτικά κακή στην τελική σκηνή στο δικαστήριο, δε με έπεισε ούτε στιγμή για την επιλογή της στο ρόλο. Ο Αποστόλης Τότσικας στο ρόλο του Σίμωνα προσπάθησε, αλλά δεν απέφυγε μια ερμηνεία μονοεπίπεδη, αποσπασματική, γεμάτη κλισέ που δεν έδωσε τίποτε αυθεντικό και δεν παρατήρησα καμμία προσπάθεια να εξελίξει το ρόλο του και να του δώσει βάθος. Ο Άγγελος Μπούρας παίζοντας αρκετούς ρόλους ξεχώρισε τόσο σαν ξενοδόχος όσο και σα δικηγόρος της Αμπασβίλι στην τελική σκηνή. Έμπειρος ηθοποιός, χρησιμοποίησε χιούμορ και μέτρο στις σωστές αναλογίες, δε γελοιοποίησε στιγμή τους ρόλους που υποδύθηκε και διατήρησε σκηνική ισορροπία. Ο Κώστας Κορωναίος επίσης σε αρκετούς ρόλους, έδωσε ένα χιούμορ, ένα φλέγμα και μια υποδόρια ειρωνεία, καταφέρνοντας να προσδώσει στίγμα και ειδικό βάρος στους χαρακτήρες που έπαιξε. Μέτριες οι στιγμές του Γρηγόρη Ποιμενίδη (ο οποίος σημειωτέον είναι εξαιρετικά ταλαντούχος) στην παράσταση, με χειρότερη την τελική σκηνή του δικαστηρίου. Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Ματζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Γιώργος Παπανδρέου, Σπύρος Τσεκούρας και Βαγγέλης Ψωμάς συμπλήρωσαν την ομάδα στη σκηνή του Παλλάς, είτε με μικρούς ρόλους, είτε με την εύηχη χορωδιακή τους συμμετοχή στο μουσικό κομμάτι της παράστασης.
Τα σκηνικά της Λιλής Πεζανού στη λογική του υπερθεάματος και της σχεδόν πλήρους εκμετάλλευσης της σκηνής του Παλλάς, λειτούργησαν συχνά εις βάρος της ουσίας της ίδιας της παράστασης, ενώ υπήρχαν στιγμές που με κούρασαν με τις συχνές εναλλαγές τους. Τα κοστούμια ετεροβαρή σε άλλους ταίριαξαν και σε άλλους έδωσαν ένα χαρακτήρα κιτς, θυμίζοντας γελοιογραφία. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκη στην παράσταση είναι από μόνη της ιδιαίτερο κεφάλαιο. Βαθιά ευαίσθητη, με δουλεμένο στίχο, με μια ονειροπόληση και μια τρυφερότητα λειτούργησε καταπραϋντικά για την ψυχή του θεατή και αποτέλεσε μοχλό εξέλιξης και ίσως το ισχυρότερο ατού της παράστασης. Η χορογραφία της Αμαλίας Μπένετ, άλλοτε θύμισε τρεχαλητό επί σκηνής και άλλοτε συγκροτημένη χορογραφία. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου κατά κανόνα εύστοχοι και λειτουργικοί.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση που μέσα από το υπερθέαμα, προσπάθησε να διατηρήσει την ταυτότητά της, όχι πάντα επιτυχημένα. Η σκηνοθεσία χαλαρή και υποτυπώδης, με κάποιες φωτεινές στιγμές, δεν εμφύσησε μία γραμμή στην παράσταση. Οι ερμηνείες άλλες καλές, άλλες λιγότερο καλές, δεν αποτέλεσαν πάντοτε ατού για την παράσταση. Όπως για παράδειγμα αποτέλεσαν η μετάφραση του Ελύτη και η εμβληματική μουσική του Χατζηδάκη. Μια παράσταση που θα έλεγα, ότι προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε στο σύνολό της να τέρψει πνεύμα και ψυχή.
Παρασκευή 17 Απριλίου 2015