Ένα από τα πιο γνωστά έργα του William Shakespeare, το "Βασιλιά Ληρ", σκηνοθετεί ο Σλοβένος Tomaz Pandur στο χώρο Δ της Πειραιώς 260. Ένας ρόλος εμβληματικός, για ένα βασιλιά, ο οποίος στα γεράματά του θέλοντας να χωρίσει το βασίλειό του στις τρεις αγαπημένες του κόρες και να αποσυρθεί ήρεμος από τα παιχνίδια της εξουσίας, βιώνει την προδοσία, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, τη βιαιότητα της ανθρώπινης φύσης και μέσα από τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται γύρω του οδηγείται στην τρέλλα. Μια σπουδή και βαθιά τομή πάνω στην αλήθεια και το ψέμα της ανθρώπινης φύσης, ενός ρόλου που αποτελεί ή αποτέλεσε όνειρο για πολλούς μεγάλους ηθοποιούς. Η μετάφραση έγινε από το Γιώργο Κιμούλη, διατηρώντας στο ακέραιο το πνεύμα του έργου και τα νοήματά του, δίνοντάς του μια σύγχρονη ματιά, μέσα από τη λογική μιας φρέσκιας προσέγγισης.
Ο Tomaz Pandur που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, δουλεύοντας πρώτη φορά με ελληνικό θίασο, προσπάθησε να συνδυάσει την ευρωπαϊκή του εμπειρία με το ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι. Η προσέγγισή του ολιστική, στοχεύοντας σε μια παράσταση που να συνδυάζει ερμηνείες, αισθητική, σκηνική απόδοση και φωτισμούς σε ένα σύνολο ενιαίο και αδιάσπαστο. Έχοντας να κάνει με μια αχανή σκηνή, επέλεξε να τη γεμίσει και να τη χρησιμοποιήσει όλη, τόσο για λόγους σκηνικής δράσης και οικονομίας, όσο και για προβολή στον πίσω τοίχο του τίτλου (που συνήθως ήταν συναίσθημα ή κατάσταση) των ενοτήτων, ο οποίος σιγά σιγά ξεθώριαζε και γέμιζε "νερά". Επέλεξε ένα γρήγορο σχετικά ρυθμό, χωρίς επικίνδυνα μακρόσυρτους μονολόγους και φρόντισε η κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή να έχει την ίδια ένταση και πάθος με το λόγο. Οι διάλογοι συγκρουσιακοί και δυνατοί, συχνά έδιναν την εντύπωση μονομαχιών όπου ο λόγος ήταν οι λεπίδες των ηρώων, που διασταυρώνονταν στον αέρα και έφταναν στα μάτια και τη σκέψη των θεατών. Το παιχνίδισμα του φωτός με το σκοτάδι και τα συχνά υποφωτισμένα πρόσωπα αντικατόπτριζαν συχνά τα σκοτεινά τους ένστικτα και κίνητρα. Οι σκιές πολλές και απειλητικές, τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά. Η διαρκής κίνηση των ηρώων στη σκηνή, αποτέλεσε αρμονικό συνταίριασμα της πορείας των ηρώων μέσα από την εσωτερική αναζήτηση στη συνειδητοποίησή τους και την εγκατάλειψη της αρχικής αλαζονείας και έπαρσης. Η μουσική επένδυση σχεδόν συνεχής, σε αρκετές σκηνές λειτούργησε σα soundtrack της σκηνικής δράσης, αλλά σε κάποιες άλλες η χρήση της έγινε υπερβολική και επαναλαμβανόμενη, με αποτέλεσμα να γίνεται περισσότερο ενόχληση και λιγότερο συνοδεία. Το δεύτερο μέρος ενώ ξεκίνησε δυνατά, γρήγορα ένιωσα ότι έκατσε και έδωσε ένα πιο αργό ρυθμό στην παράσταση και ένα πιο μονοεπίπεδο λόγο. Και πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι ο σκηνοθέτης να επαναφέρει το τέμπο στην αρχική του ένταση και να κάνει ένα δυνατό φινάλε. Η ρεαλιστική και κάποιες φορές ωμή αναπαράσταση πολλών σκηνών, ίσως να αφαίρεσε λίγο από το συναίσθημα της τραγικότητας των ηρώων, αλλά τους προσέδωσε αληθοφάνεια, φυσικότητα και αμεσότητα.
Ο Γιώργος Κιμούλης στο ρόλο του Ληρ, έμοιαζε σαν έτοιμος από καιρό να αναμετρηθεί με ένα ρόλο τέτοιου βεληνεκούς και ένιωσα ότι τον προσέγγισε με διάθεση να τον κατανοήσει, να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του και να τον κάνει τελικά δικό του. Παρ' όλη την ένταση του λόγου του και τις συγκρούσεις που ο ρόλος απαιτούσε, απέφυγε τις ερμηνευτικές κορώνες και τον εγωκεντρισμό του ρόλου και διατήρησε μια εσωτερικότητα, μια ψυχραιμία και ένα σχεδόν πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Το πέρασμά του από την τυφλή αλαζονεία της εξουσίας στην οδυνηρή συνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς και της απογύμνωσής του, είναι συντριπτικό και το αποτυπώνει εξαιρετικά στο λόγο του, το χαμένο του βλέμμα και το καμπουριασμένο κορμί. Το αποτέλεσμα νομίζω τον δικαιώνει, με μια ερμηνεία πλήρη και μεστή. Η Κόρα Καρβούνη, στο ρόλο της Γκόνεριλ απόλυτα συγκεντρωμένη σε αυτόν, τον έπαιξε με πείσμα, πάθος, συνέπεια και συνέχεια. Σε σημείο που ο χαρακτήρας της να μου γίνει αντιπαθής σα θεατή με ένα φυσικό και αυθόρμητο τρόπο. Πολύ καλή η σκηνική της συνεργασία με το ρόλο της Ρέγκαν, ήταν το απαραίτητό της συμπλήρωμα στο κάδρο της αλαζονείας, της δολοπλοκίας και της προδοσίας. Η Ρέγκαν παίχτηκε από τη Στεφανία Γουλιώτη, η οποία επίσης είχε μια συνέπεια λόγου και κίνησης και αποτέλεσε το δεύτερο βέλος που πλήγωνε τον πατέρα της. Δεν απέφυγε κάποιες στιγμές υπερβολής, αλλά δεν έχασε το ρόλο και επανήλθε άμεσα στα σωστά μονοπάτια του. Η κίνησή της ακριβής και σωστά χορογραφημένη θύμιζε φίδι. Πιο απόλυτη και πιο δολοπλόκα από την αδερφή της γίνεται η μεγάλη συναισθηματική απογοήτευση του πατέρα της. Ο Γιώργος Γάλλος στο ρόλο του Κεντ, πιστού ακόλουθου του Ληρ, δεν έδειχνε πάντα μέσα στο κλίμα του έργου, με ασθενικό λόγο και αδέξια κίνηση. Χωρίς σθένος και εσωτερική ένταση προσέγγισε μάλλον επιδερμικά το χαρακτήρα που ερμήνευσε. Ο Χάρης Τζωρτζάκης στο ρόλο του Έντμοντ, δικαιολόγησε και πάλι γιατί θεωρείται φέρελπις ηθοποιός. Έβαλε νεύρο, απόγνωση και μια δόση χαιρέκακης αποφασιστικότητας στο χαρακτήρα του, ένα χαρακτήρα σκοτεινό, εκδικητικό, μπρουτάλ, μα και συνάμα πλήρως στερημένο αγάπης και τρυφερότητας. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στο ρόλο του Έντγκαρ, προσέγγισε χαμηλότονα και με αφέλεια το χαρακτήρα που υποδύθηκε. Η απλότητα και η φυσικότητα του λόγου του σε συνδυασμό με την ηρεμία που έδιναν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τον έκαναν εξαιρετικό παρτεναίρ του Ληρ στη σκηνή του φιλόσοφου και εξαιρετικά πειστικό και αληθινό. Ο Αργύρης Πανταζάρας στο ρόλο του τρελλού, έδωσε ίσως μία από τις πιο ώριμες ερμηνείες της καριέρας του. Απόλυτα ταυτισμένος με τις απαιτήσεις του ρόλου και με θαυμαστή (σχεδόν ακροβατική) ακρίβεια στην κίνησή του, ειδικά όταν έπαιζε το "πιστό σκυλί" του βασιλιά, αποτέλεσε τον ιδανικό ακόλουθο και πολλές φορές στις σκηνές της φιλοσοφικής του ενατένισης το alter ego του Ληρ. Η Πηνελόπη Τσιλίκα στο ρόλο της Κορντέλια χρειαζόταν λίγο περισσότερο πάθος και λίγη περισσότερη ψυχή στην ερμηνεία της για να ευθυγραμμιστεί με την ερμηνεία των αδερφών της. Δεν υστέρησε, αλλά και δεν έδωσε στίγμα στο ρόλο της.
Το σκηνικό του Sven Jonke κατάφερε να γεμίσει έναν σκηνικά αχανή χώρο, με ευρηματικότητα, χωρίς να τον φορτώσει με περιττά σκηνικά ευρήματα, ενώ τα κοστούμια του Felype de Lima στη μαύρη τους ομοιομορφία έβγαζαν μια υφέρπουσα εσωτερική βία και καταπίεση των ηρώων που έντυσε. Οι φωτισμοί του Juan Gomez Cornejo εκπληκτικοί, έδωσαν νόημα στο παιχνίδι του φωτός με τις σκιές, ανέδειξαν μια ασπρόμαυρη οπτική και υπήρξαν το σημαντικότερο εργαλείο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας της παράστασης. Η μουσική των Silence έντυσε με νότες την παράσταση, αλλά χρησιμοποιήθηκε υπερβολικά και στο τέλος με κούρασε.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση υπέροχη εικαστικά, που αντιμετωπίζει με σεβασμό αλλά και τόλμη το κλασικό κείμενο και οδήγησε το έμψυχο δυναμικό της σε πολύ καλές ερμηνείες, με προεξάρχουσα αυτή του Ληρ-Γιώργου Κιμούλη. "Κάθισε" λίγο στο δεύτερο μέρος, χάνοντας μέρος του ρυθμού και της σπιρτάδας της, αλλά συνολικά κατάφερε να δημιουργήσει ένα θεατρικό γεγονός που αξίζει ένα ζεστό χειροκρότημα στο τέλος και δικαιολογεί απόλυτα την ύπαρξή της.
Σάββατο, 18 Απριλίου 2015
Γιώργος Χριστόπουλος