Το κείμενο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου "Η Κερένια Κούκλα" ξαναδιαβάστηκε και διασκευάστηκε από τη Γλυκερία Μπασδέκη και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Σκουρλέτη και της ομάδας Bijoux De Kant, μετά την επιτυχημένη του χειμερινή πορεία, ξεκίνησε μια μίνι περιοδεία. Ο σταθμός στον οποίο το είδα εγώ, ήταν το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ένα κείμενο γραμμένο αρχικά το 1911 που διαπραγματεύεται την αγάπη, τους παντοτινούς όρκους, τον έρωτα και τα πάθη του, αλλά και τα αδιέξοδά του. Η Λιόλια μπαίνει ανάμεσα στο Νικόλα και την άρρωστη Βιργινία και ερωτεύονται. Ένας έρωτας χωρίς μέλλον, έντονος, αλλά σχεδόν από την αρχή καταδικασμένος, που βασίζεται στα σώματα, στα βλέμματα και στις καρδιές, ειδωμένος σε μια σκληρή πραγματικότητα άλλου αιώνα πλέον, αλλά με ένα λόγο που δεν έχει χάσει καθόλου από την ποιητικότητα, το λυρισμό, αλλά και την ευαισθησία του. Μια ιστορία, η οποία μπορεί όλη να κλειστεί και να αποδοθεί από το βαθύ νόημα ενός μακρόσυρτου και ίσως ακραίου αναστεναγμού.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης είναι ένας σκηνοθέτης που συνδυάζει αισθητική και ουσία, από ότι τουλάχιστον μας είχε δείξει σε προηγούμενες δουλειές του. Το "Αχ!" δεν αποτελεί εξαίρεση και βαδίζει στα ίδια μονοπάτια. Ο λόγος, η κίνηση, η έκφραση, το βλέμμα, αλλά και το στήσιμο των σωμάτων δουλεύτηκαν στις επί μέρους τους λεπτομέρειες, αλλά και συνδυαστικά, για να δώσουν μια συνολική εικόνα στη σκηνή, όπου κανένα από αυτά δεν υστερεί σε σχέση με τα άλλα και ουσιαστικά αναδεικνύονται από τη μεταξύ τους αλληλοεξάρτηση. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ομιλώντα κάδρα, όπου το μάτι του θεατή είναι εξίσου απασχολημένο με το αυτί του προκειμένου να συλλάβει τη συνολικότητα του λόγου και της εικόνας και να τη μορφοποιήσει σε κατάσταση και συναίσθημα. Και όταν είτε η εικόνα, είτε ο λόγος σιωπά, δημιουργεί μια γέφυρα αισθήσεων, για να μας περάσει στο επόμενο κάδρο του. Εκμεταλλεύεται έξυπνα τη λαϊκότητα του κειμένου και την καθαρότητά του και την αναδεικνύει δίνοντάς του μια αμεσότητα και ένα λυρισμό, παρασύροντας αυθόρμητα το θεατή στον αναστεναγμό του τίτλου του. Κάποια πλάνα έχουν μια επαναληπτικότητα που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αλλά δεν επηρεάζουν καίρια την αισθητική και την ποιότητα της παράστασης. Ο σκηνικός χώρος έξυπνα χωρισμένος ανεπαίσθητα σε δύο επίπεδα, με τη δράση να εναλλάσσεται μεταξύ τους. Η κίνηση κάποιες φορές υστέρησε σε σχέση με το ρυθμό του λόγου, αλλά και αυτή η διαφορά φάσης είχε μόνο στιγμιαία επίπτωση στο έργο και ξεχνιόταν σχεδόν άμεσα. Εξαιρετικοί αντιθετικά ο χορός της πρόκλησης και της συντριβής.
Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Λιόλιας έπαιξε με απλότητα και μέτρο το χαρακτήρα της και κυρίως αποφεύγοντας την επιτήδευση και το στιλιζάρισμα. Χρησιμοποίησε πέρα από το λόγο, τη γλώσσα της κίνησης και του σώματος, τα συνδύασε μυαλωμένα και στις σωστές δόσεις και επιδόθηκε σε μια συνεχή εναλλαγή προσώπων και εκφράσεων, όλες όμως μέσα σε ένα πέπλο αθωότητας και μιας συναισθηματικής αγωνίας συχνά στα όρια της απελπισίας. Σαν ένας μίσχος λουλουδιού που μέσα στην ομορφιά του δείχνει πάντα έτοιμος να λυγίσει ή και να σπάσει. Ο Δημήτρης Μοθωναίος στο ρόλο του Νικόλα έδειξε να ζει και να απολαμβάνει το πρόσωπο που ενσάρκωνε. Χρησιμοποίησε χαμηλούς τόνους και αργή σχεδόν αισθησιακή κίνηση για να αναδείξει το μοναδικό αντρικό ρόλο της παράστασης, μήλον της έριδος μεταξύ δύο γυναικών. Διέκρινα σε κάποιες σκηνές ένα ελαφρώς υπερβάλλοντα ναρκισσισμό, αλλά όχι σε βαθμό που να ενοχλεί. Έμπειρος ηθοποιός που γνωρίζει επακριβώς τα υποκριτικά του όπλα, τα χρησιμοποίησε με σύνεση και συνέπεια. Η Μαίρη Συνατσάκη στο ρόλο της ασθενούσας Βιργινίας ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Υπάκουσε πιστά στις σκηνοθετικές οδηγίες και τόσο στην κίνησή της όσο και στην εκφορά του λόγου δεν υστέρησε σε σχέση με την υπόλοιπη ομάδα. Αποτύπωσε σωστά την αγωνία του χαρακτήρα της και τον αγώνα της εναντίον της αρρώστιας που την κατέτρωγε, οδηγώντας το θεατή σε έναν αναστεναγμό συμπαράστασης προς αυτήν. Τέλος, η Κατερίνα Μισιχρόνη στο ρόλο της αφηγήτριας ήταν ζωντανή και αρκούντως παραστατική και την ένιωσα σαν ενεργό μέλος της δράσης και της εξέλιξης της ιστορίας. Εξαιρετική εκφορά και τονισμός του λόγου, χωρίς κανένα λάθος και μια εσωτερική δραματικότητα και πάθος που πρόσθεταν λυρισμό και συναίσθημα.
Η σκηνική εγκατάσταση του Κώστα Κασάπη λειτουργική και με φαντασία, χώρισε τη σκηνή σε δύο διακριτά επίπεδα που επικοινωνούν μεταξύ τους και αποτελούν μια όμορφη ολότητα, ενώ τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα υπηρέτησαν πιστά την ονειρική πλευρά των χαρακτήρων που έντυσαν. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα υποβλητικοί και ατμοσφαιρικοί αγκάλιαζαν θαρρείς με τρυφερότητα τους ηθοποιούς στη σκηνή. Η μουσική επένδυση του Κώστα Δαλακούρα ξεκινά την παράσταση με μία εκτέλεση του εθνικού μας ύμνου και την κλείνει με το "'Άστα τα μαλλάκια σου" και είναι πάντα ευχάριστη στο ους του θεατή και επίκαιρη.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση που φρέσκαρε με σημερινό και διακριτικό τρόπο ένα υπέροχο και τρυφερό αρχικό κείμενο, με σεβασμό στην αισθητική και το όραμα της ομάδας που το δούλεψε. Υπήρχε ατμόσφαιρα, ρυθμός, ποίηση και πολύ καλές ερμηνείες σε ένα οπτικοακουστικό δημιούργημα που έτερψε το θεατή, τον ταξίδεψε, χάιδεψε τις ευαίσθητές του χορδές και τελικά τον έπεισε να βγάλει στο τέλος του ένα βαθύ αυθόρμητο αναστεναγμό.
Τετάρτη 22 Απριλίου 2015