Ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τους "Αδερφούς Καραμάζοφ" του Φίοντορ Ντοστογέφσκι, σκηνοθετεί η Νατάσσα Τριανταφύλλη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Η ιστορία της οικογένειας Καραμάζοφ, μιας οικογένειας χωρίς μάνα, τα μέλη της οποίας, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, αναζητούν την αγάπη, τη δικαίωση και τη συνειδητοποίησή τους σε μια πορεία γεμάτη από ιδανικά και πάθη, εικόνες αντιθετικές και σχέσεις που δοκιμάζονται, ανθούν και φθίνουν. Ο κόσμος της Πίστης, της Αγάπης, της Εξουσίας, της Αλήθειας και του Ψέμματος συνυπάρχουν στη ζοφερή καραμαζοφική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που στηρίζεται στα δίπολα φωτός και σκοταδιού, λόγου και αισθήματος, ένωσης και χωρισμού. Οι ήρωες του Ντοστογέφσκι ερωτεύονται, αδικούν, εξομολογούνται και εγκληματούν, αναζητώντας τον αρχικό πυρήνα εξέλιξης της προσωπικότητάς τους και προσπαθώντας η εξελικτική πορεία να είναι όσο πιο αναίμακτη και ατομική γίνεται. Η διασκευή του Διονύση Καψάλη διατηρεί όλη την ποιότητα και τη διεισδυτικότητα του αρχικού κειμένου με λόγο πυκνό και πλήρη νοημάτων και ιδεών και μια ατμόσφαιρα σκοτεινή, αλλά συνάμα σαφή και συγκεκριμένη, χωρίς αφηρημένη φιλοσοφία και αδύναμες ονειρώξεις.
Η Νατάσσα Τριανταφύλλη αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει την παράσταση, πέρα από κλασσικές και κλασσικίζουσες φόρμες, αλλά διατηρώντας αποστάσεις από πειραματισμούς και άστοχες επικαιροποιήσεις του κειμένου. Χτίζει το οικοδόμημα των Καραμάζοφ με υπομονή, διάρκεια και όραμα, με εμφανή την κοινή τους ρίζα, αλλά και τη βαθιά τους διαφορετικότητα στην κοσμοθεωρία τους. Αλλά δε φλυαρεί, ούτε επιδίδεται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Μέσα από τις λεκτικές και σωματικές συγκρούσεις των Καραμάζοφ δείχνει την εσωτερική τους αγωνία για ζωή, αγάπη, αναγνώριση, καταξίωση και την άνοδο από τον κόσμο της πτώσης στον κόσμο των ιδανικών. Η συνύπαρξη Καλού και Κακού είναι η ασφαλιστική δικλείδα που κρατά τις ισορροπίες στη σκηνή αλλά και στους ρόλους. Όλοι οι χαρακτήρες είναι δισυπόστατοι και ελλειματικοί σε σχέση με τα ανώτερα ανθρώπινα συναισθήματα και αγωνίζονται να ξεπεράσουν το εγώ τους για να φτάσουν σε ένα έστω και αδύναμο εμείς. Ο ρυθμός της παράστασης διατηρείται αμείωτος, οι συγκρούσεις ακολουθούνται από σκηνικές ανάσες, υπόγειο και λίγο σαρκαστικό χιούμορ και λόγο αυτοπροσδιοριστικό. Το λευκό σκηνικό συνεχώς ανοίγει και κλείνει δρόμους-διαδρόμους προς την ψυχή και την προσωπικότητα των άλλων ηρώων του έργου. Η σκηνοθέτης καταφέρνει να κρατήσει την πυκνότητα του λόγου του Ντοστογέφσκι, να δημιουργήσει δυνατές εικόνες για την πληρέστερη κατανόηση αυτού του λόγου και να οδηγήσει τους ηθοποιούς της στη σωστή αποκωδικοποίηση των ατομικών ιδιαιτεροτήτων κάθε χαρακτήρα, δίνοντάς τους οντότητα και ειδικό βάρος, αν και ποτέ δε χάνεται η αίσθηση στη σκηνή μιας πολύ καλά δουλεμένης ομάδας.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος στο ρόλο του πατέρα, του Φιόντορ, δημιουργεί ένα χαρακτήρα στα όρια της παράνοιας, ο οποίος προσπαθεί να καλύψει τα κενά του παρελθόντος και να ζήσει απολαμβάνοντας το παρόν. Αυτή η αγωνία του αποτυπώνεται στο τρεμούλιασμα της φωνής, στις συνεχείς αλλαγές στην έκφραση του προσώπου και μια κίνηση νευρική, σα να προσπαθεί να προλάβει το μέλλον που απομακρύνεται. Μια ερμηνεία αβίαστη, μεστή και βαθιά ουσιαστική. Ο Αντίνοος Αλμπάνης παίζει τον Ιβάν και τον αποτυπώνει με μια έντονη εσωτερικότητα που συχνά αγγίζει τα όρια της αλαζονείας. Χειρίζεται εξαιρετικά τα εκφραστικά του μέσα και μέσα από το συχνά άδειο βλέμμα και την παγωμένη στάση του σώματός του, βλέπουμε την πάλη μέσα του και τη συντριβή όταν συνειδητοποιεί την ψυχική του άβυσσο και προσπαθεί να την αποδεχθεί. Εκμεταλλεύεται εξαιρετικά το ταλέντο του. Ο Μελέτης Ηλίας είναι ο Αλιόσα, ο διανοούμενος, αλλά και βαθιά ανθρώπινος ιερέας των Καραμάζοφ και ο οποίος χτίζει με προσοχή ένα ρόλο ήρεμο και δεκτικό εξωτερικά, αλλά έντονο και παθιασμένο εσωτερικά. Η σύγκρουση των δύο εαυτών παράλληλα με τις συγκρούσεις των Καραμάζοφ σκοτεινιάζει το σύμπαν του και οδηγεί το χαρακτήρα του στα όρια. Ένιωσα έντονα ότι μόλις και μετά βίας συγκρατιόταν να μην παραδοθεί στα πάθη του και την τρέλλα, βιώνοντας απόλυτα το ρόλο του και έχοντας ενδυθεί πέρα από το ράσο και το χαρακτήρα του. Ο Αινείας Τσαμάτης σαν εριστικός και ψευδο-επαναστάτης Ντμίτρι αποδίδει πολύ καλά ένα βαθιά ανασφαλή και διψασμένο για αγάπη χαρακτήρα. Έντονες, κοφτές, νευρικές κινήσεις και λόγος σε υψηλές οκτάβες, συγκρουσιακός, οργίλος από ένα ταλαντούχο παιδί που με έπεισε ότι εμβάθυνε στο ρόλο και τον ανακάλυψε πριν τον ερμηνεύσει. Η Βασιλική Τρουφάκου στο ρόλο της Κατερίνα Ιβάνοβνα για άλλη μια φορά με εκπλήσσει ευχάριστα σχετικά με το πόσο διαφορετικούς χαρακτήρες έχει στην ερμηνευτική της γκάμα. Αρχοντική και αριστοκράτισσα από τη μία, αλλά χωρίς να διστάζει να δολοπλοκήσει προκειμένου να πετύχει τους στόχους της, σκληρή γυναίκα, αλλά και εύθραυστο κορίτσι, εξελίσσει το χαρακτήρα της κατά τη διάρκεια του έργου δίνοντας στη σκηνή όλες του τις πτυχές και τις εκφάνσεις. Ολοκληρωμένη και υπέροχη ερμηνεία. Η Λένα Παπαληγούρα παίζοντας τη Γκρούσενκα αν και ένιωσα ότι σε κάποιες της στιγμές πάτησε σε ευκολίες και ερμηνευτικά τρικ, έβγαλε ένα γυναικείο χαρακτήρα παιχνιδιάρικο, ερωτεύσιμο, που δίκαια αποτέλεσε μήλο της έριδος και κρυφό πόθο περισσότερων του ενός Καραμάζοφ και πρόσθεσε άλλον ένα επιτυχημένο ρόλο στο πλούσιο παλμαρέ της. Ο Μπάμπης Γαλιατσάτος στο ρόλο του Ρακίτιν και του Σμερτιακόβ, αποτέλεσε την ανάσα αλλά και ένα συνδετικό κρίκο μεταξύ των άλλων αντρικών χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας χιούμορ, χαμηλούς τόνους αλλά και μια φωνή λογικής στο σκοτεινό και παράλογο κόσμο των Καραμάζοφ.
Η Εύα Μανιδάκη δημιούργησε ένα απλό και απόλυτα λειτουργικό λευκό σκηνικό από βαμβάκι που έφτιαχνε και έκλεινε τις διόδους επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων, μέσα από ένα συνεχώς εναλασσόμενο ως προς τη θέση και την έντασή του φωτισμό που επιμελήθηκε ο Νίκος Βλασόπουλος. Η μουσική της Monika έδεσε με την παράσταση και έντυσε σωστά μουσικά το συναίσθημα και τα αδιέξοδα των ηρώων. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη λιτά και αντιπροσωπευτικά της διαφορετικής προσωπικότητας του κάθε χαρακτήρα.
Συμπερασματικά, είδα μία παράσταση στην οποία ένα κλασσικό κείμενο διασκευάστηκε με ένα λειτουργικό τρόπο, η σκηνοθέτης που το ανέλαβε είχε όραμα, στόχο, αισθητική και ταλέντο ξέροντας ακριβώς τι ζητούσε στη σκηνή επιτυγχάνοντας την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του συνολικού (αλλά και του ατομικού) ερμηνευτικού ταλέντου και της αφοσίωσης των ηθοποιών στη σκηνή, δημιουργώντας μια από τις καλύτερες θεατρικές προτάσεις της φετινής σεζόν σε ένα ιστορικό χώρο.
Παρασκευή 24 Απριλίου 2015