Το μονόπρακτο του Έντουαρντ Μποντ "Δεν Έχω Τίποτα" (Have I None) σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μυλωνάς στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ένα έργο που χρονικά τοποθετείται στο ακόμα μακρινό και σκοτεινό 2077, όπου το σκηνικό της κοινωνίας διαφέρει σημαντικά από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως τώρα. Στα ερείπια των παλαιών πόλεων περιπολούν στρατιώτες, οι οποίοι ελέγχουν τα πάντα μέσα και έξω από τα σπίτια και ο οικογενειακός βίος έχει γίνει λιτός και πλήρως υποταγμένος σε κανόνες. Το παρελθόν και η μνήμη έχουν καταργηθεί και οι φωτογραφίες όλες έχουν καταστραφεί, ώστε να μην υπάρχει συνδετικός κρίκος με τα παλιά. Στο σπίτι της Σάρας και του άντρα της εμφανίζεται ξαφνικά ένας άντρας που ταράζει την οικογενειακή τους γαλήνη, ισχυριζόμενος ότι είναι αδερφός της Σάρας. Διεκδικεί μία από τις δύο καρέκλες του σπιτιού, κάθεται σε αυτή και κουβαλά μαζί του μια φωτογραφία διασαλεύοντας βάναυσα την "τάξη" της οικογένειας. Οι σπόροι της διχόνοιας έχουν ήδη βρει γόνιμο έδαφος και η ολική ρήξη είναι αναπόφευκτη. Δεν ξέρω αν η κοινωνία του έργου θα αποτελεί συνέχεια της υπάρχουσας, πάντως σκιαγραφείται, άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με βιαιότητα ένα σκηνικό εξουσίας, σωματικής και ψυχολογικής βίας και προβληματικών ανθρώπινων σχέσεων με λιτό αλλά ουσιαστικό τρόπο. Ο λόγος αιχμηρός και γωνιώδης, ώστε να πληγώνει και να συντρίβει. Μια φουτουριστική παραβολή με χιούμορ, ωμότητα, κυνισμό αλλά και καλά κρυμμένο υπόγειο συναίσθημα.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά στηρίζεται στην αρμονία του διπτύχου λόγου και κίνησης, στο τέμπο της παράστασης που δεν μειώνεται σε καμία στιγμή και την αντίθεση τάξης και συναισθήματος μέσα από την αντιθετική παρουσία παρόντος και παρελθόντος. Η εισαγωγή στον κόσμο του 2077 γίνεται με εκκωφαντική μουσική, έντονη κίνηση των ηθοποιών και σχεδόν παντελή έλλειψη λέξεων. Αν και ξενίζει αρχικά, γρήγορα ο θεατής ανακαλύπτει τη λειτουργικότητά της ως προς τη δημιουργία των σωστών πλαισίων για την κατανόηση του κειμένου και τη δημιουργία της φοβικής ατμόσφαιρας της εποχής. Ο λόγος υπεισέρχεται στις επόμενες σκηνές, διεκδικεί και αποκτά το ρόλο του και είναι αρμονικά δεμένος σε ένα κοφτό και μπιτάτο σύνολο με τη χορογραφημένη κίνηση των ερμηνευτών. Το σκηνικό στήνεται και ξεστήνεται με μια επαναληπτικότητα που μπορεί να κουράζει, αλλά αλλάζει αποφασιστικά τον όγκο και τις διαστάσεις των δημιουργούμενων χώρων, οριοθετώντας τα περιθώρια του κάθε χαρακτήρα, αλλά και τον τρόπο που αυτός αναπτύσσει ή περιορίζει τον εαυτό του και εκμεταλλεύεται την ίδια του τη ζωή. Η αρχική κενότητα του συναισθήματος και ο κυνισμός μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε μνήμη και τελικά σε συνειδητοποίηση. Το χιούμορ είναι πικρό και η ένταση είτε λεκτική, είτε σωματική πάντα παρούσα, οδηγώντας σε προσωπικές συγκρούσεις και ρήξεις. Αναπόφευκτα προβάλλει στο θεατή το ερώτημα, πόσο μακρινές χρονικά και πόσο απόμακρες ρεαλιστικά είναι οι καταστάσεις που περιγράφονται. Οι υπερβολές δε λείπουν, αλλά καταλήγουν να προσδίδουν έμφαση στον τελικό στόχο και προβληματισμό του έργου. Ο ρυθμός δεν πέφτει μέχρι το τέλος και μοιραία λείπουν κάποιες μικρές ανάσες στο θεατή που θα τον προετοιμάσουν για το επόμενο χτύπημα, αλλά εν κατακλείδι αυτό δε λειτουργεί απόλυτα αρνητικά στην παράσταση, αλλά διατηρεί μια λανθάνουσα σταθερή εγρήγορση.
Ο Βασίλης Κουκαλάνι στο ρόλο του άντρα της Σάρας, πλάθει με σαφήνεια και ακρίβεια όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός φύλακα του καθεστώτος. Η επιβολή είναι πρωταρχικό μέλημα και αυτό αποτυπώνεται στην αγωνία του προσώπου του, στις συνεχείς αλλαγές έκφρασης και στην κοφτή και έντονη κίνηση. Όταν το σύμπαν του διαταράσσεται προσθέτει και την ολοένα αυξανόμενη εσωτερική ανασφάλεια στο τοπίο, δημιουργώντας ένα σύνθετο, αλλά απλό στην κατανόησή του χαρακτήρα, τον οποίο έχει κάνει απόλυτα κτήμα του και τον υποδύεται ολοκληρωμένα. Η Άννα Ελεφάντη είναι η Σάρα, η οποία γίνεται άθελά της το γενεσιουργό αίτιο των ανατροπών. Συγκρατημένη στην αρχή, εξελίσσει διαρκώς το ρόλο της και στη συγκρουσιακή της πορεία με τον άντρα της ανεβάζει τους τόνους, γίνεται άτι που καλπάζει ξεδιπλώνοντας καταπιεσμένες πτυχές και αλήθειες και τον φτάνει στην κορύφωσή του στην οριστική τους ρήξη. Συντονισμένος λόγος και κίνηση, δίνουν την αίσθηση ότι "ανακάλυψε" τις λεπτομέρειες του ρόλου της και τον προσάρμοσε πάνω της. Ο Πάρης Θωμόπουλος, ο άντρας ο οποίος εισβάλλει στον κόσμο του ζευγαριού και τον τραντάζει συθέμελα, ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα όσον αφορά την εκφορά του λόγου του και σε χαμηλότερες οκτάβες από όσο θα περίμενα για κάποιον που τολμά και διεκδικεί τη (σβησμένη) μνήμη. Σύντομα όμως η διστακτική του αρχική παρουσία αποκτά οντότητα και ειδικό βάρος, φτάνοντας στα επίπεδα των άλλων δύο χαρακτήρων. Γενικότερα η χημεία των τριών αποτέλεσε ατού για το ρυθμό και την ατμόσφαιρα του έργου.
Το σκηνικό της Δήμητρας Λιάκουρα, λιτό, λειτουργικό και ομοιόμορφο χρωματικά απέδωσε πιστά τις απαιτήσεις της παράστασης, όπως και τα αντίστοιχης αισθητικής κοστούμια της ίδιας. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα προσαρμόζονταν συνέχεια στο διαθέσιμο σκηνικό χώρο και ήταν εύστοχοι, ενώ η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη δυνατή και συχνά χαοτική, όπως ακριβώς και η εποχή που λάμβανε χώρα η παράσταση. Η κίνηση της Νατάσας Σαραντοπούλου λεπτομερής και προσεγμένη βοήθησε τα μέγιστα.
Συμπερασματικά, είδα μια δύσκολη θεματικά παράσταση που απευθύνεται σε θεατές ψαγμένους, ή εύκολα προσαρμόσιμους στις σύγχρονες τάσεις και θεατρικές ροπές. Οι ρυθμοί γρήγοροι, ο λόγος και η κίνηση συνεργάζονται αρμονικά και οι ηθοποιοί λειτουργώντας εξαιρετικά τόσο ατομικά όσο και ομαδικά δημιουργούν μια ιδιαίτερη παράσταση με πολλές αρετές και πολύ λίγα ψεγάδια.
Τετάρτη 29 Απριλίου 2015