Της Ε. Χ
Εψές το βράδυ εκατηφορίσαμε για άλλη μία φορά στο Βιχτώρια να δούμε, λέει, ένα έργο ,''Στη Σκοινί'' λέγεται, με τη Γιωργίτσα τη Σεβαστιανού.
Εμπήκαμε στην αίθουσα,τη μικρή, απού 'ναι κάτω,που ' ναι πίσσα μαύρη και εκαθίσαμε κι είχε κόοοοσμο, εγέμισε κιοσάς ο κούμος.
Και ήντονε και μουσικοί! Βέβαια,μια κοπελιά και δυο παλικάρια. Και παίζανε την ώρα του έργου και ετραγούδιανε η κοπέλα απού παιζε και μια ήντονε στεναχωρημένη και μία ήντονε χαρούμενη και γινούντανε άλλος άθρωπος κάθε φορά.
Και βγαίνει στην αρχή και είναι μαθήτρια, με τη σάκα τζη και το φιόγκο τζη κι όλο ερωτήσεις ήκαμε. Ρωτούσε, ξαναρωτούσε τους γονέους τζη πράμα δεν τζη λέγανε. Έτσι είναι λέω τα κοπέλια περίεργα,ότι δεν κατέχουνε το ρωτούνε να το μάθουνε. Κι ήτανε και οικολόγα και ήσβηνε τα φώτα και ήκαμε καλό στης γης και δεν ερχόντανε και ο λογαριασμός τση ΔΕΗΣ παραφουσκομένος να πάθει καρδία ο κύρης τζη. Γελάσαμε πολύ με τη μικρούλα ζουρίδα.
Μετά ήρχισε να τραγουδεί κι ήβγαλε την ποδιά και εγίνηκε μια κυρία και ήρχισε να μας μιλεί για τον άντρα τζη απού ήντονε άσκημος και κοντός σαν τον Tyrion Lannister και καραφλός και την ήκλανε κιολας. Καημένουλα ίντα πέρναγε κι αυτή. Κι τον επαράτησε δηλαδής και τον εφανταζόντανε στο μνήμα μέσα και γελούσε η καρδία της. Καλά ήκαμε.
Και πιάνει πάλι να τραγουδεί και αλλάζει και γίνεται πουτάνα. Όφου όφου. Που την έριξε κι αυτηνιά η ζωή. Εμάς βέβαια δεν μας πειράζει. Όλες οι δουλειές του Θεού είναι. Ακόμη κι οι ζωοκλέφτες χρήσιμοι είναι. Παπάδες μόνο να μη γίνεται και πολιτικοί. Τέλος πάντω..Αυτή από τη Ρωσσία ήρθε. Εκειά πάνω πρώτη μπαλαρίνα ήντονε και ήρθε στην Ελλάδα κι εγίνηκε του δρόμου.Δεν την παίρνανε την καημένη ποθές να δουλέψει. 'Ιντα μπόργιενε να κάμει;Κι ήρχισε και μας μίλιεναι και μας εξιστορούσε τη ζωή τζη και μας ήλεγε ότι οι δουλειές δεν πάνε καλά μετά την κρίση και πέσανε οι τιμές κι είναι η καημένη άνεργη και εγελούσαμε και εγελούσαμε και κατουρηθήκαμε από τα γέλια. Να 'ναι καλά απού μας ήκαμε να γελάσουμε έτσι και σύντομα ν' ανοίξουν οι δουλειές.
Γίνηκε και μία πλούσα.' Ηβαλε μία ρόμπα και πολύ ταράχτηκα γιατί αυτή στον κόσμο τζη ήτανε. Μίλιενε με το κοινό και το πρόσβελνε και τίποτα δεν είχε καταλάβει απ' αυτά που γίνουντε γύρω μας.
Και ήβαλε τη ρόμπα μετά κι εγίνηκε νοσοκόμα. Εμένα όμως κάτι δεν μου πήγαινε καλά από την αρχή γιατί φορούσε μια περούκα ίντα να σας λέω. Κι αυτή ήντονε μουρλή και δεν επρόσεχε το κόσμο και δεν τον ερφρόντιζε και τον κακολαλούσε και πόθενε ο κόσμος. Τσάμπα τση δίνανε τα λεφτά τους οι κακόμοιροι. Πανάθεμα το ΙΚΑ. Κι εφάνταξε αυτή και νόμιζε ότι ήκαμε καλό στον κόσμο κι ήρχισε να τσι πνίγει στον ύπνο τους και να τους βάνει φάρμακα και εκυκλοφούσε στο νοσοκομείο και εξέκανε τσ' αθρώπους. Θαρούσε πως ήτανε αγία.Κι ήρθαν κάποια μέρα οι μπάτσοι να την πάρουνε και επήδηξε από το παραθύρι και γλύτωσε ο κόσμος. Όσο μπορείς να γλυτώσεις στα ελληνικά νοσόκομεια..
Βγαίνει μετά μια μάνα να μας πει τον πόνο της. Την κατάλαβα την καψερή,μάνα είναι και πονάει. Ένα κοπέλι είχε και γυναικόφερνε από μικιό.Και τίποτα δεν του 'λεγε αυτή και φώναζε ο κύρης τζη μα του λεγε να σωπάσει. Μεγάλωνε το κοπέλι και μεγάλωνε και περίεργα πράματα ζητούσε.Ώσπου μια μέρα τους είπε ότι έχει αγαπητικό.Και εκόντεψε να ποθάνει ο πατέρας του αλλά αυτή το αγάπανε το κοπέλι τζη και παντευτήκανε κι όλας μακριά απο την Ελλάδα. Μόνο που τα κοπέλια δεν εγιαγύρανε πίσω. Στεναχωρέθηκε αυτή,μάνα είναι αλλά κατάλαβε...που να γυρίσει το κοπέλι με τον άντρα του στην Ελλάδα. Θα μπόριενε να ζήσει; Σάμπως αυτό φταίει που είναι έτσι;Έτσι το 'θελε ο Θεός να 'ρθει στον κόσμο. Πολύ συγκινήθηκα..
Στο τέλος βγήκε με πετσέτα στα μαλλιά και ρόμπα και μίλιεναι στο τηλέφωνο και ήστριβε τσιγάρο και εκάπνιζε και το μοιραζούντανε με το κοινό.Ένα μωρό είχε και καθόλου δεν το νοιαζόντανε μόνο καλούσε τους φίλους να 'ρθούνε να καπνίσουνε μαζί. Και γέλανε ο κόσμος και γέλανε..Αναρωτιέμαι γιάντα εγελούσανε..Και το χόρταράκι του Θεού δεν είναι. Κιοσάς δεν το 'στειλε στη γης απάνω;Εμείς κάτω,στα χωράφια το φυτεύγουμε.
Ωραία περάσαμε και χθες στο Βιχτώρια. Μια γυναίκα...Πολλές ιστορίες.
Μία γυναίκα...πολύ ταλέντο. Και καλός σκηνοθέτης. Κομνηνός, σου λέει!